Categories
Εκδηλώσεις

Κείμενο εισήγησης και ηχητικό από την παρουσίαση της μπροσούρας “Ηθική της εργασίας: εργατισμός ή Αναρχία”

Το Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017 έγινε παρουσίαση της μπροσούρας “Ηθική της εργασίας: εργατισμός ή Αναρχία” από την συλλογικότητα μας στον Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Χώρο ‘Βίλα Ζωγράφου’ και κατόπιν ακολούθησε συζήτηση.

Παρακάτω βρίσκεται το κείμενο της συλλογικότητας, που διαβάστηκε στην αρχή της εκδήλωσης, καθώς και το ηχητικό αυτής το οποίο συμπεριλαμβάνει την εισήγηση και την κουβέντα η οποία ακολούθησε.

Η ηχογράφηση έγινε από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού ραδιοφώνου “Ραδιοφράγματα”.

 

Κείμενο εισήγησης:

Αρχίζοντας, νομίζουμε πως είναι σημαντικό να ειπωθεί τι μας εξώθησε στο να καταπιαστούμε με το θέμα της εργασίας. Έχουμε την αίσθηση ότι ο αναρχικός χώρος είναι ο μοναδικός πολιτικός χώρος που αυτοσυγκρατείται και αυτοπεριορίζεται, με την έννοια ότι πολύ συχνά κοιτάζει να παρουσιάζει τις θέσεις του κάπως ενοχικά ή να μην τις παρουσιάζει ακριβώς όπως είναι. Σα να φοβάται να δείξει πόσο αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη, την κανονικότητα, τις βασικές αξίες μιας κοινωνίας που δηλώνει πως θέλει να ανατρέψει μέσα από μια διαδικασία κοινωνικής επανάστασης. Αν αυτό πραγματικά ισχύει, είναι ιδιαίτερα προβληματικό. Είναι σα να φοβόμαστε ότι ο κόσμος δεν είναι έτοιμος ν΄ακούσει όσα έχουμε να πούμε, σα να πιστεύουμε ότι τα πολιτικά μας προτάγματα θα μπορούσαν να προκαλέσουν φόβο ή αποστροφή στην κοινωνία ή, ακόμα χειρότερα, σα να μην παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά όσα εμείς οι ίδιοι συζητάμε μεταξύ μας.

Ο αναρχικός πολιτικός χώρος τα τελευταία χρόνια δείχνει πολύ αγχωμένος ως προς το πόσο και πώς θα καταφέρει να “απευθυνθεί” στην υπόλοιπη κοινωνία. Έτσι, πολλές από τις πρακτικές του, τις μεθόδους του και τις δράσεις του, με ένα μυστήριο τρόπο ετεροπροσδιορίζονται και μάλιστα από ένα φάντασμα: αυτό της κοινωνικής αποδοχής όπως αφηρημένα και αυθαίρετα τη φαντάζεται ο αναρχικός. Με δυο λόγια ο πολιτικός χώρος της αναρχίας προσπαθεί να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να γίνει αρεστός ή έστω ανεκτός από την υπόλοιπη κοινωνία και φαίνεται ότι ελάχιστα τον ενδιαφέρει να μιλήσει στην κοινωνία ξεκάθαρα και έντιμα φέρνοντας προς συζήτηση τα δικά του προτάγματα.

Το πρόβλημα γίνεται σοβαρότερο στο βαθμό που η διαρκής μεταμφίεση του αναρχικού λόγου παγιώνεται. Οι αναρχικοί και οι αναρχικές ασυνείδητα μαθαίνουν να αφοπλίζουν τις ιδέες τους, να τις αμβλύνουν, να τις στερούν από κάθε φαντασία, μοναδικότητα, ιδιαιτερότητα, γνησιότητα και πάει λέγοντας. Αυτός ο από αγωνία ή αμηχανία νοθευμένος αναρχικός λόγος όμως αποδεικνύεται πολιτικά ανούσιος, στρατηγικά αναμενόμενος, φιλοσοφικά βαρετός, ιδεολογικά συγχυσμένος. Έτσι, στον αντίποδα αυτής της κατάστασης, συχνά πυκνά έρχεται να βγει προς τα έξω ένας άλλος λόγος, παιδικά οργισμένος και υπερβολικός που αν και έχει κάποια αυθεντικότητα τελικά είναι ή αποδεικνύεται στις συνθήκες της σκληρής πραγματικότητας ρηχός.

Πρόθεσή μας λοιπόν ήταν να πούμε αυτά που σκεφτόμαστε ξεκάθαρα. Τόσο ξεκάθαρα που να μην επιδέχονται καμίας παρερμηνείας, να μη μπορούν να διαστραφούν και να μην είναι δυνατό να παρεκτραπούν προς καμία κατεύθυνση: ούτε προς την κατεύθυνση της επιτηδευμένης άμβλυνσης των θέσεών μας, ούτε προς την υπερβολή που εχθροί θα ήθελαν να τους αποδώσουν ή κουρασμένοι φίλοι θα ήθελαν να τους νοηματοδοτήσουν.

Διαλέξαμε λοιπόν το θέμα της εργασίας και ειδικότερα της ηθικής της εργασίας γιατί πιστεύουμε ότι αποτελεί τον πυρήνα του σημερινού κόσμου τον οποίο λέμε πως θέλουμε να ξεπεράσουμε. Μέσα από το θέμα αυτό είναι δυνατό να ιδωθεί από αναρχική σκοπιά ο καπιταλισμός και οι σχέσεις εκμετάλλευσης, ο οικονομισμός ως τρόπος προσέγγισης της πολυδιάστατης ανθρώπινης πραγματικότητας, ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι μαρξιστές τους δύο τελευταίους αιώνες, ο συνδικαλισμός, ο ρεφορμισμός αλλά και η μεταφυσικοποίηση της πολιτικής, ο ρόλος του κράτους στη διάρθρωση των ανθρώπινων σχέσεων σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο κι ακόμα η σύγχρονη δυστυχία, η αλλοτρίωση, οι ήττες των κινημάτων και τα αίτιά τους. Από την εκμετάλλευση ανθρώπων από ανθρώπους έως το πώς ο σύγχρονος σκλάβος ενδοβάλλει τη δυστυχία του θεωρώντας εαυτόν υπεύθυνο για τα πάντα, όλη αυτή η γκάμα συζήτησης, όλη αυτή η θεματολογία, για εμάς μπορούσε να προσεγγιστεί ευκολότερα εάν προσεγγίζαμε ψύχραιμα και με ειλικρίνεια το ζήτημα της εργασίας τόσο ως κοινωνική σχέση ώς και ως υπέρτατη αξία των σύγχρονων κοινωνιών.

Φυσικά δεν υποστηρίζουμε ότι σε μερικές σελίδες μιλήσαμε για όλα τα παραπάνω, ούτε ότι η ανάλυσή μας, για όσα θέματα θίξαμε, έφτασε στο πιο βαθύ επίπεδο των δυνατοτήτων μας. Κάθε άλλο. Σκοπός μας όμως δεν ήταν να φτιάξουμε ένα υπερκείμενο που θα το θαύμαζαν όλοι οι φίλοι μας και οι σύντροφοι αλλά να ανοίξουμε το θέμα για περαιτέρω συζήτηση και ταυτόχρονα να αρχίσουμε να πλησιάζουμε με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές, ωραιοποιήσεις ή υπερβολές όποιον έχει τη διάθεση να συζητήσει ουσιαστικά μαζί μας.

Η πρώτη οπτική από την οποία κοιτάξαμε το θέμα που μας απασχολεί είναι η δουλειά ως πειθαρχία, ως μέσο καταναγκασμού, ελέγχου και επιβολής. Σήμερα, “Οι άνθρωποι δε δουλεύουν απλά, έχουν “δουλειές”. Ένα άτομο είναι αναγκασμένο να κάνει μια παραγωγική εργασία όλη την ώρα, όντας αναγκασμένο να κάνει κάτι τέτοιο. […]. Η εργασία παράγει μια καρικατούρα της ελευθερίας” έλεγε ο Μπομπ Μπλακ. Μας κέντρισε το ενδιαφέρον το εξής παράδοξο: ότι ενώ όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι που δουλεύουν για τα προς το ζην, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων κοινωνιών, μιλούν όλη μέρα για την καταπίεση που υφίστανται στη δουλειά, ή για τη βαρεμάρα που τους αργοσκοτώνει, ή για τη ματαιότητα του κόπου τους που δεν αντιστοιχεί ποτέ σε ανάλογα οφέλη ή ονειρεύονται το Σαββατόβραδο ή τις διακοπές, εντούτοις δεν τολμούν να τελειώσουν τον προφανή και αναπόφευκτο συλλογισμό που ξεκίνησαν. Δεν τολμούν δηλαδή να ξεστομίσουν ότι η δουλειά είναι η αιτία που θεωρούν ότι η ζωή τους δεν έχει νόημα και χαρά. Αναρωτηθήκαμε γιατί αυτή η τεράστια αντίφαση δεν περνάει σε συνειδητό επίπεδο ποτέ, γιατί δεν γίνεται ξεκάθαρη, γιατί δεν ειπώνεται ποτέ απερίφραστα. Η απάντηση είναι γιατί ο άνθρωπος που υπόκειται σε διαρκή, σε ισόβιο καταναγκασμό δεν μπορεί παρά να σκύψει το κεφάλι. Η απλή δυσαρέσκεια από τη δουλειά είναι αντανακλαστική αντίδραση. Η συνειδητή και αποενοχοποιημένη απόρριψή της όμως θα σήμαινε ότι ο ισόβια υποταγμένος θα αμφισβητούσε τον ολοκληρωτικό του αφέντη. Αλλά όσοι έχουν μάθει να ορίζουν τον εαυτό τους μέσω μιας εξωτερικής δύναμης για την οποία έχουν την αίσθηση ότι τους καθορίζει και ότι είναι λογικό να τους καθορίζει, δεν είναι δυνατό να ζήσουν χωρίς τη δύναμη αυτή. Ο δούλος είναι δούλος γιατί δεν διανοείται ότι θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο. Η ελευθερία σημαίνει ευθύνη και γι’ αυτό τον τρομάζει. Συνεπώς, η δουλειά είναι το κατ’ εξοχήν κοινωνικό φαινόμενο που διατρέχεται από την Εξουσία. Η δουλειά είναι το αποτέλεσμα της άσκησης εξουσίας κάποιων πάνω σε άλλους. Ακόμα παραπέρα: το μεγάλο δράμα δεν είναι η άσκηση της εξουσίας καθ’ αυτής, αλλά η αποδοχή από τους εξουσιαζόμενους της εξουσίας ως μιας λογικής κανονικότητας. Με δυο λόγια, η δουλειά είναι το κύριο και πρωταρχικό πεδίο όπου ασκείται εξουσία αλλά και το κύριο όχημα που η εξουσία αυτή μεταφυσικοποιείται, μέσω του διαρκούς καταναγκασμού, ώστε να γίνεται απόλυτη σεβαστή και να θεωρείται σαν κάτι φυσικό. Ο συνεπής και καλόπιστος εργαζόμενος,καθώς και ο περήφανος εργάτης ή υπάλληλος ακόμα και όταν “τσινάει”, κατά βάθος έχει διαλέξει το ρόλο του μια για πάντα. Το ότι ζητά να το σέβεται ο εξουσιαστής του καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν τον αναγνωρίζει ως τέτοιο. Το παιχνίδι έχει χαθεί μια για πάντα λοιπόν. Γιατί το πραγματικό ζητούμενο που είναι η ελευθερία έχει υποβιβαστεί στο εντελώς αντίθετο: σε μια ευχή για λίγο ηπιότερη καταπίεση.

Το παραπάνω σκεπτικό επιβεβαιώθηκε μέσα μας ακόμα περισσότερο όταν αρχίσαμε να συζητάμε για την ανεργία. Στην ελλάδα, τη χώρα με τη μεγαλύτερη πραγματική ανεργία στην ΕΕ, όλοι/ες έχουμε νιώσει πάνω μας αυτό τον καταναγκασμό είτε ως άνεργοι/ες είτε ως υποαπασχολούμενοι/ες είτε ως απλήρωτοι ή επισφαλώς εργαζόμενοι/ες είτε ως αυτοαπασχολούμενοι. Η ζωή μας ακροβατεί μεταξύ του πειθαναγκασμού της δουλειάς και του φόβου της ανεργίας, δηλαδή της απόλυτης φτώχειας. Η κυρίαρχη μυθοπλασία περί επερχόμενης ανάπτυξης με άνοιγμα της αγοράς εργασίας και νέες επενδύσεις που θα κρατήσουν τάχα τα νέα παιδιά στη χώρα είναι απλώς κουταμάρες.

Όποιος/α ζει στην ελλάδα του 2017 προφανώς θα πρέπει να είναι πολύ αφελής για να θεωρεί πως υπάρχει επιστροφή από τον πάτο που έχουν φτάσει σήμερα οι εργασιακές σχέσεις. Τ’ αφεντικά δεν έχουν απλά το πάνω χέρι, αλλά σήμερα είναι οι μόνοι παίκτες στη διαμόρφωση των όρων της εργασιακής αγοράς. Η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι ο εκβιασμός αυτός σήμερα είναι απροκάλυπτος και περισσότερο ωμός από ποτέ. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός, που αποσυνδέεται ολοένα και περισσότερο από την παραγωγή και από αυτό που οι μαρξιστές αποκαλούν “πραγματική οικονομία” δεν μπορεί να γυρίσει σε μοντέλα του παρελθόντος. Εντός καπιταλισμού δεν πρόκειται να έρθουν καλύτερες μέρες.

Ως αναρχικοί/ες θεωρούμε (και σε μεγάλο βαθμό μπορούμε να αποδείξουμε) ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αποκτήσει ούτε πιο ανθρώπινο πρόσωπο ούτε να μεταρρυθμιστεί κι αυτό γιατί σκοπός του δεν είναι η ευτυχία των ανθρώπων, αλλά η διαιώνιση και όξυνση της ανισότητας μέσω μιας ακραιφνούς και άλογης εκμετάλλευσης. Με τα δεδομένα αυτά ο δρόμος προς την απελευθέρωση δεν περνάει ούτε μέσα από τη σκληρή δουλειά ούτε μέσα από αποσπασματικές απαιτήσεις απέναντι σε ένα εχθρό που δεν έχει ούτε λογική ούτε έλεος. Το σύστημα που αντιπαλεύουμε περιστρέφεται γύρω από το δίπολο της ακραίας εκμετάλλευσης και του τέρατος της ανεργίας ή της επαπειλούμενης ανεργίας. Λογικό είναι να θεωρούμε πώς η κοινωνική απελευθέρωση θα έρθει μέσα από το ξεπέρασμα του δίπολου αυτού. Παράλογο είναι να στηριζουμε τις ελπίδες μας στον εξωραϊσμό ενός διλήμματος που δεν δημιουργήσαμε εμείς. Για την μελλοντική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας της μπορεί να υπάρχουν αρκετές προτάσεις. Δεν είμαστε ούτε προφήτες ούτε μεσσίες και δεν έχουμε καμία υποχρέωση να εκπονήσουμε εκ των προτέρων ένα κεντρικό σχέδιο που θα καταπιάνεται με κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να αποκτήσουμε το δικαίωμα να πούμε το προφανές: ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί. Κινητήριος δύναμη του καπιταλισμού είναι η εκμετάλλευση και ανισότητα. Πρωταρχικό πεδίο της εδραίωσης σχέσεων εκμετάλλευσης και δημιουργίας της ανισότητας είναι η δουλειά. Ε λοιπόν, η δουλειά, όπως την αντιλαμβανόμαστε μέχρι σήμερα είναι το κύριο πρόβλημά μας. Δεν θέλουμε να γίνουμε σκλάβοι πολυτελείας. Απλώς δεν θέλουμε να είμαστε σκλάβοι και αυτό είναι όλο.

Στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων υπάρχει μια μεταφυσική διάσταση της εργασίας. Μια μυθολογία για δημιουργική εργασία, για επαγγέλματα-λειτουργήματα, για την άνοδο στον ουρανό της ευτυχίας μέσω του σκληρού μόχθου. Εμείς λέμε ότι σε συνθήκες ανισότητας, βίαια επιβαλλόμενης εκμετάλλευσης, διαρκούς βιοποριστικού αγώνα και κυνικής εμπορευματοποίησης κάθε δημιουργικής δραστηριότητας δεν χωρά ούτε προσφορά στο κοινωνικό σύνολο ούτε υπάρχει περιθώριο για αυτόνομη δημιουργία. Δεν υπάρχει χώρος για ευτυχία. Ο καπιταλισμός δεν μας χωρά όλους. Στην πραγματικότητα χωρά ελάχιστους και οι υπόλοιποι είναι είλωτες. Δεν δεχόμαστε τη μυθολογία αυτή. Ευτυχισμένοι ίσως να γίνουμε όταν γίνουμε ελεύθεροι άνθρωποι. Ναι, η δουλειά απελευθερώνει. Απελευθερώνει μόνο τα αφεντικά όμως από τον εφιάλτη του βιοπορισμού και όλο αυτό γίνεται σε βάρος μας.

Όπως είπαμε η επιλογή της ηθικής της εργασίας ως κεντρική οπτική της προσέγγισής μας δεν ήταν καθόλου τυχαια. Είναι ο σκληρός πυρήνας που εξηγεί σε πολλαπλά επίπεδα τον τρόπο που λειτουργεί το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα σήμερα. Είναι μιας μορφής καινούργια θρησκεία. Ειναι το κύριο σημείο που ολόκληρο το πολιτικό φάσμα δεν αμφισβητεί (βλ. αριστεία/δικαίωμα στην εργασία κτλ). Ακριβώς επειδή το σύστημα μας μαθαίνει πως αν δεν είμαστε ενεργό κομμάτι μιας αέναης παραγωγικής διαδικασίας που έχει σαν αποτέλεσμα, συνειδητά ή ασυνείδητα, η παράλογη σχέση εκμεταλλευτή-εκμεταλλευόμενου να μεταφορφώνεται σε λογική και αποδεκτή  σχέση με αποτέλεσμα η δουλειά να γίνεται αυτοσκοπός για να μπορέσουμε να καταξιωθούμε κοινωνικά. Προφανώς για να μπορέσει να επιτευχθεί η λεγόμενη κοινωνική καταξίωση σπαταλάμε τον περισσότερο χρόνο της ζωής μας στη δουλειά (άμεσα ως φυσικές παρουσίες ή έμμεσα προσπαθώντας να ξεκουραστούμε απο τη δουλειά και να ανακουφιστούμε κάπως από το άγχος του βιοπορισμού). Λογικό επόμενο είναι να μην υπάρχει ελεύθερος χρόνος για τους εαυτούς μας και κατά συνέπεια για πολιτική συνδιαμόρφωση και παρέμβαση στην κανονικότητα. Χαρακτηρίζοντας λοιπόν την ηθική της εργασίας ως μια νέα θρησκεία βλέπουμε πως το αποτέλεσμα είναι ταυτόσημο με μια οποιαδήποτε άλλη θρησκεία: δογματισμός, σύγχυση, παραίτηση,απογοήτευση). Νομίζουμε πως είναι εύκολα κατανοητό πως αν δεν αμφισβητηθεί στον πυρήνα της η ηθική της εργασίας δε θα μπορέσουμε ποτέ να κάνουμε πράξη την κοινωνική επανάσταση.

Η κύρια σκέψη που είχαμε, είχε να κάνει με τη συστηματική παραγωγή ως εργαλείο προς διαχείριση και τα όρια του συνδικαλισμού.

Στα πολιτικά ρεύματα και στα κοινωνικά κινήματα που προέκυψαν μέσα από τις τάξεις των καταπιεσμένων υπάρχει ριζωμένη η αντίληψη πως η εργασία και πιο συγκεκριμένα η διαχείριση της -διαμέσου της κατάληψης των μέσων παραγωγής- θα είναι η βάση μιας απελευθερωμένης κοινωνίας. Κάτι τέτοιο συμβαίνει καθώς η συστηματική παραγωγή, προσλαμβάνεται ως μια διαδικασία η οποία φορτίζεται θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τον διαχειριστή της.

Η ηθική διάσταση της εργασίας, είναι τόσο εμπεδωμένη ώστε συναντάμε θιασώτες της παραπάνω άποψης ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους ελευθεριακών ή ακόμη και αναρχικών αντιλήψεων.

Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, που οι μαρξιστές θεωρούν το Κράτος ως μια ουδέτερη δομή προς κατάκτηση και διαχείριση, οι εργατιστές, όλων των ρευμάτων βλέπουν την εργασία σαν το μήλο της έριδος. Μια τέτοια αντίληψη εκτός από το γεγονός ότι εθελοτυφλεί μπροστά στις συνέπειες της εργασίας στις ζωές των ανθρώπων, αρνείται να εμβαθύνει στο πυρήνα του προβλήματος της εκμετάλλευσης καθώς παραβλέπει πως η δουλειά είναι βία είτε δουλεύει κανείς για το καπιταλισμό είτε για την κομμούνα. Θεωρώντας την υποχρεωτική εργασία ως τη βάση της εξουσίας αλλά και της διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων οδηγούμαστε στον ισχυρισμό πως τα μέσα παραγωγής είναι τα εργαλεία εκείνα από τα οποία συνέχεται και με τα οποία διαιωνίζεται η εκμετάλλευση. Η κατάληψη τους δεν δύναται να αλλάξει την ιστορία προς μια απελευθερωτική κατεύθυνση. Για να το διατυπώσουμε πιο απλά, συστηματική παραγωγή σημαίνει συστηματική καθημερινότητα και συστηματικές κοινωνικές σχέσεις. Μια τέτοια περιγραφή διαφέρει πάρα πολύ από τη δική μας οπτική για την ελευθερία.

Μια ακόμα διάσταση της παραγωγής είναι και οι καταστροφικές τις συνέπειες στο φυσικό κόσμο. Μόνο και μόνο το γεγονός της παραδοχής του διαχωρισμού του φυσικού και του μη φυσικού κόσμου είναι αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, η οποία ονομάζεται εξέλιξη και η οποία επιτυγχάνεται με τη συνεχή εντατικοποίηση των ρυθμών παραγωγής. Οι συνέπειες αυτές, λοιπόν, είναι τόσο καταστροφικές και θα συνεχίσουν να είναι ασχέτως με το αν τα μέσα παραγωγής μιας βιομηχανικής μονάδας για παράδειγμα,  θα τα διαχειρίζονται ιδιώτες ή αν θα υπάρχει καθεστώς αυτοδιαχείρισης. Η μη ολική εναντίωση στην εργασία, ως διαδικασία αλλά και ως ηθική αξία οδήγησε τα εργατικά κινήματα και τα συνδικάτα στο κυνήγι για τη κατάκτηση της. Η μισθωτή σκλαβιά έπαψε να είναι τρομοκρατία σε σημειολογικό-συνθηματικό επίπεδο, καθώς αντικαταστάθηκε από την ανεργία. Προφανώς δεν παραγνωρίζουμε τις συνέπειες του να μην έχεις δουλειά σε ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο αν δεν δουλεύεις δεν μπορείς να ζήσεις αξιοπρεπώς, απλά σημειώνουμε μέσα από αυτό το παράδειγμα την προταγματική ηττοπάθεια του εργατισμού.

Τα συνδικάτα και οι εργατικές ενώσεις όσο και αν προσέφεραν και έδωσαν μεγάλους αγώνες, είναι περιορισμένα και αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η στόχευση τους -στην καλύτερη των περιπτώσεων- είναι η διαχείριση της εργασίας και όχι η καταστροφή της.

Στη χειρότερη των περιπτώσεων, λοιπόν, είναι εγκλωβισμένα σε ένα βαλς διεκδικήσεων. Δεν ισχυριζόμαστε ούτε πως η απελευθέρωση θα έρθει από τη μια στιγμή στην άλλη ούτε φυσικά πως δεν πρέπει να παλεύουμε για καλύτερες συνθήκες με ενδιάμεσους αγώνες, περιμένοντας καρτερικά και από απόσταση την απελευθέρωση. Πιστεύουμε όμως πως η διαφορά του έστω και μικρού βήματος προς την κοινωνική επανάσταση με τις απαιτήσεις για απλά καλύτερες συνθήκες μέσα στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα, είναι το κατά πόσο υπάρχει πρόθεση για την ολική αμφισβήτηση της εργασίας.

Καταλήγοντας θα θέλαμε να επισημάνουμε πως για εμάς εργασία και ύπαρξη κράτους είναι δυο καταστάσεις οι οποίες αλληλοτροφοδοτούνται. Το κράτος αποτελεί μια δομή η οποία διαιωνίζει την εκμετάλλευση μέσα από την εργασία αλλά και φροντίζει για τη διατήρηση των κοινωνικών συσχετισμών οι οποίοι προκύπτουν από αυτήν. Αντίστροφα, μια κοινωνία η οποία δεν θα καταργήσει την εργασία αλλά θα επιδιώξει απλά να τη διαχειριστεί, είναι καταδικασμένη να βάλει πάνω από το κεφάλι της μια δομή η οποία θα εξασφαλίζει αυτή την εκμεταλλευτική συνθήκη. Μια τέτοια δομή, είτε στη μορφή του τωρινού κράτους είτε εμφανιζόμενη σαν υποκατάστατό του, θα είναι το ίδιο επιζήμια για την ατομική και κοινωνική ελευθερία.

Είναι φανερό ότι δεν πιστεύουμε στον Εργατισμό ούτε στον Αυτόνομο Μαρξισμό. Η ταύτιση της εργατικής τάξης με την εργασία που υπάγεται στην άμεση παραγωγική διαδικασία, η έμφαση στον αγώνα για το μισθό ως προνομιακό πεδίο πολιτικής σύγκρουσης και η επιμονή στη θέση ότι η εργατική τάξη αποτελεί την κινητήρια δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος είναι θέσεις με τεράστια θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα.

Στο παρελθόν η φετιχοποίηση της παραγωγής από την εργατική τάξη είχε ως έμμεσο αποτέλεσμα την υποταγή της στο πειθαναγκασμό της καταναγκαστικής παραγωγής, τους μηχανισμούς επιβολής που δημιουργούνται κατά την παραγωγική διαδικασία, την ασυνείδητη αποδοχή ιεραρχικών σχέσων και σχέσεων εξουσίας. Σήμερα που ο καπιταλισμός αποσυνδέεται από την παραγωγή, την πραγματική οικονομία, ακόμα και την ευρεία κατανάλωση των μαζών και μετατρέπεται σε παγκόσμιο χρηματιστήριο που γεννά χρήμα μέσα από το χρήμα, τα παραπάνω ρεύματα φαίνονται ακόμα πιο ξεπερασμένα.

Ο μισθός δεν είναι και δεν μπορεί να είναι προνομιακό πεδίο πολιτικής σύγκρουσης. Οι περασμένες δεκαετίες (κυρίως από 1960-1990) σχετικής ευημερίας στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, έδειξαν ότι παρά την ύπαρξη καλύτερων εργασιακών όρων, μεγαλύτερων μισθών, ακμαίας κοινωνικής ασφάλισης κλπ., καθόλου δεν συνδυάστηκαν με κάποια διάθεση εκ μέρους της εργατικής τάξης για περαιτέρω διεκδικήσεις πόσο μάλλον για επανάσταση. Η χίμαιρα της ευτυχίας μέσω της υπερκατανάλωσης κατά τις εποχές εκείνες, περισσότερο απονοηματοδότησε τον πόθο για κοινωνική απελευθέρωση παρά αποτέλεσε εφαλτήριο για την τελική νίκη επί του καπιταλισμού. Σήμερα που η κατανάλωση ακόμα και βασικών ειδών έχει πέσει ραγδαία στη Δύση, τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, μπορεί το αίτημα για καλό μισθό να μοιάζει ως απόλυτα λογικό και αναγκαίο αλλά παραγνωρίζει ότι ο καπιταλισμός, στο βαθμό που δείχνει να μην ενδιαφέρεται τόσο για την κατανάλωση όσο για άμεσο κέρδος μέσω εικονικού χρήματος, έχει μεταλλαγεί σε μια μαύρη τρύπα που καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της. Μαζί και τους μισθούς και τα εργατικά δικαιώματα και αυτό που αποκαλούσαν “κοινωνικό κράτος”.

Ναι μεν η εργατική τάξη αποτελούσε και αποτελεί την κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού αλλά με μια άλλη έννοια από αυτή που θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος σε καιρούς ακμής τους πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας. Η εργατική τάξη σήμερα δεν είναι ο στρατηγικός σύμμαχος του κεφαλαίου, αλλά η δεξαμενή από την οποία ο παρασιτικός καπιταλισμός τρέφεται από τα έτοιμα άλλων εποχών, εφαρμόζοντας μία άνευ προηγουμένου αναδιανομή του πλούτου. Η εργατική πολυδιασπασμένη, παραζαλισμένη από την παρελθούσα άνεσή της, απότομα φτωχοποιημένη σήμερα, προδομένη από το ρεφορμισμό του συνδικαλισμού της, περισσότερο ρέπει προς τον εθνικισμό, την πατριδολαγνεία, τη συνωμοσιολογία παρά προσβλέπει στη διαφυγή της μέσω της κοινωνικής επανάστασης.

Αιτήματα των Εργατιστών ή των Αυτόνομων Μαρξιστών για π.χ. “κοινωνικά εργοστάσια”, αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα, κολλεκτίβες κλπ. απέτυχαν παταγωδώς επειδή δεν έλαβαν υπόψη τις σχέσεις εξουσίας που δημιουργούνται από τη φύση της παραγωγικής διαδικασίας και τη γραφειοκρατία που την ακολούθησε. Ο εργάτης μάζα δεν αντικαταστάθηκε ποτέ από τον κοινωνικό εργάτη. Δεν είναι τυχαίο ότι η εργασία ποτέ δεν κατάφερε να κοινωνικοποιηθεί. Οι σχέσεις εξουσίας που διατρέχουν την παραγωγή δεν άφηναν περιθώριο για μια ελεύθερη μετατροπή της εργασίας σε παιχνίδι, σε κοινωνική προσφορά. Κεντρικός σχεδιασμός, γραφειοκρατία, παραγωγή για την παραγωγή, δουλειά για τη δουλειά και όχι για τις πραγματικές ανάγκες. Καταλαβαίνουμε γιατί για παράδειγμα ο Negri στα γεράματα θυμήθηκε να παρακινήσει τους έλληνες να ψηφίσουν Τσίπρα…

Η κριτική που κάναμε στο συνδικαλισμό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε την τεράστια αξία των εργατικών αγώνων 2 αιώνων βέβαια. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Όσο ο ρόλος των συνδικάτων ήταν εκτός από τη βελτίωση των συνθηκών ζωής σε επίπεδο καθημερινότητας και η πρόθεση να εμφυσήσουν στην εργατική τάξη ένα βαθύ και ανυποχώρητο επαναστατικό πρόταγμα κερδήθηκαν μικρές και μεγαλύτερες μάχες. Αλλά ο συνδικαλισμός είναι πεπερασμένος όπως αποδείχθηκε στην πράξη. Θεωρώντας εαυτόν ισότιμο συνομιλητή με τον αντίπαλο κάποια στιγμή θα φτάσει στο σημείο να νιώσει την ανάγκη να αυτοπεριοριστεί. Όταν διαλέγεις να παίξεις με τους κανόνες που θέτει ο δυνάστης σου το περισσότερο που μπορείς να καταφέρεις είναι να σώσεις το κεφάλι σου για λίγο και, ίσως, και αυτό του φίλου σου. Αλλά δεν θα αφανίσεις ποτέ το δήμιο. Το κάστρο της εξουσίας θα είναι πάντα παρόν, μακρινό για να το φτάσεις αλλά κοντινό για να σε διαλύσει και πάντα απροσπέλαστο. Ένας άλλου τύπου συνδικαλισμός θα μπορούσε να είναι και σήμερα επίκαιρος αρκεί να είχε ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την διαπαιδαγώγηση των εκμεταλλευόμενων στον αγώνα για την απελευθέρωση. Η ελευθερία δεν έχει τέλος ούτε συγκεκριμένη συνταγή.

Για το ρόλο των συνδικάτων την τελευταία τεσαρακονταετία νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερες από έξι λέξεις: γραφειοκρατία, ρεφορμισμός, ηττοπάθεια, σύγχυση, δουλοπρέπεια, συνδιαλλαγή.

Στο τέλος νιώσαμε την ανάγκη να συνδέσουμε τις παραπάνω σκέψεις με την ελληνική πραγματικότητα. Η προτελευταία ενότητα της μπροσούρας είναι κάτι σαν εφαρμοσμένα μαθηματικά της ήττας. Προσπαθήσαμε να ερμηνεύσουμε όσα συμβαίνουν κυρίως τα τελευταία πέντε χρόνια μέσα από τη γενική μας θέση, όπως αναπτύχθηκε στο κείμενο και επεξηγήθηκε σήμερα, πάνω στην ηθική της εργασίας και τις σχέσεις εκμετάλλευσης που σχετίζονται με ένα κόσμο που γυρίζει γύρω από τον καταναγκαστικό μόχθο.

Πρόθεσή μας ήταν να μιλήσουμε για μία κατά την άποψή μας σημαντική αντίφαση. Από τη μία υπάρχουν τα αριστερά κόμματα του “αντιμνημονίου” που στα καταστατικά τους, τις κομματικές τους εκδηλώσεις και τη δημαγωγική τακτική τους εξυμνούν την ιερότητα της δουλειάς και μιλούν με θούριους για την ταξική πάλη ενώ από την άλλη απονοηματοδότησαν κάθε έννοια ταξικής, έστω υποτυπώδους, αντίστασης. Ένας ιδεολογικός πολτός αποτελούμενος λίγο από αστικό ριζοσπαστισμό, λίγο από ελληνόψυχο-ελληνορθόδοξο πατριωτισμό και μια παρανοϊκή και εν τέλει επικίνδυνη συνωμοσιολογία. Από την άλλη μέσα σ’ αυτό το αχανές κενό πάντα βρίσκουν έδαφος να ξεπεταχτούν από τον υπόνομο της Ιστορίας οι φασίστες μιας και όλη αυτή η σύγχυση πολύ απλά τους νομιμοποιεί και τους αβαντάρει. Αυτά συμβαίνουν όταν δεν έχεις επαναστατικό πρόταγμα. Καιρός να μιλήσουμε σαν αναρχικοί/-ες χωρίς ενδοιασμούς και υπεκφυγές, εστιάζοντας ακριβώς εκεί που νομίζουμε ότι είναι η καρδιά του προβλήματος.

Τελειώνοντας, έχουμε στο μυαλό μας ότι κάποιοι και κάποιες θα σκέφτονται: “δηλαδή θέλετε να μη δουλεύουμε; πώς θα μπει φαγητό στο πιάτο; ποιός θα μαζεύει τα σκουπίδια; ποιός θα πηγαίνει τον κόσμο στη δουλειά του το πρωί; ποιός θα μαζεύει τα πορτοκάλια(!)”. Το κείμενο για την ηθική της εργασίας αποτελεί μια προσπάθεια ανάλυσης του πλέγματος γύρω από την εργασία στη κοινωνική, οικονομική και ηθική διάσταση της. Η ανάλυση αυτή δε προέκυψε μέσα απο φιλολογικού τύπου συζητήσεις ούτε από επιστημονικό ενδιαφέρον αλλά αποτελεί πρωτίστως βίωμα. Στόχος της είναι η αποδόμηση όλων των ρητών και άρρητων κοινωνικών επιταγών γύρω απο το ζήτημα ώστε μέσα απο τη βαθειά κατανόηση να απελευθερωθούμε απο κάθε λογής παραλογισμό που συναρτά την επιβίωση μας με τη παραγωγή οικονομικού κέρδους. Απαντάμε λοιπόν σε όλους και όλες που ακόμα και τώρα προσπαθούν να δώσουν μια άλλη ερμηνεία σε όσα γράψαμε και όσα είπαμε, αναζητώντας απεγνωσμένα ένα κοινωνικό συμβόλαιο ή μια προγραμματική δήλωση: ναι δουλεύουμε και δουλειά μας είναι να πείσουμε όσους δουλεύουν να κάνουν συνειδητό πολιτικό πρόταγμα αυτό που ίσως μόνο διαισθάνονται έως τώρα: στον πολιτισμό που διαρθρώνεται πάνω στις σχέσεις εκμετάλλευσης δεν υπάρχει αέρας να αναπνεύσουμε.

Λόγω περιορισμού στον όγκο των αρχείων που μπορούμε να ανεβάσουμε στο espiv παραθέτουμε το link για να κατεβάσει όποιος και όποια θέλει το ηχητικό με μορφή mp3 ΕΔΩ

Categories
Uncategorized

Παρουσίαση μπροσούρας “Ηθική της εργασίας: εργατισμός ή Αναρχία”

Παρουσίαση της μπροσούρας

“Ηθική της εργασίας: εργατισμός ή Αναρχία”

της Αναρχικής Συλλογικότητας Antinertia.

(Θα ακολουθήσει συζήτηση)

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου

Ώρα 18:00

Στη κατάληψη Βίλα Ζωγράφου

 

Διεύθυνση και τρόπος πρόσβασης στη Βίλα Ζωγράφου εδώ

Categories
Αναλύσεις

Ηθική της εργασίας: εργατισμός ή Αναρχία

Vesna-Krasnec-The-City-61-63«Η προλεταριοποίηση στην εποχή μας εκτείνεται πολύ πέραν της χειρωνακτικής εργασίας. Στην πραγματικότητα όλοι όσοι δουλεύουν για τα προς το ζην, είτε με τα χέρια είτε με το μυαλό, όλοι όσοι πρέπει να πουλήσουν τις δεξιότητες, τη γνώση τους, την εμπειρία και τις ικανότητές τους, είναι προλετάριοι. Από αυτή την άποψη όλοι, με εξαίρεση, μία πολύ μικρή τάξη, έχουν προλεταριοποιηθεί» – Emma Goldman [1]

1) Όταν δεν μπορείς να επιβιώσεις παρά μόνο δουλεύοντας

«Ο ελάχιστος ορισμός που μπορώ να δώσω για τη δουλειά είναι καταναγκαστική εργασία, που σημαίνει, υποχρεωτική παραγωγή.» – Bob Black [2]

Όσοι και όσες εξαναγκάζονται να δουλεύουν για να βιοποριστούν είναι όπως οι ισοβίτες των φυλακών, μόνο που έχουν περισσότερο χώρο να περιφέρουν τη σκλαβιά τους και τη δυστυχία τους.

Αν το εκλογικεύσουμε αποφεύγοντας συναισθηματισμούς και ωραιοποιήσεις, θα λέγαμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων κοινωνιών που έχει προλεταριοποιηθεί είναι εκείνη η τάξη των ανθρώπων που υπάρχει για να αποανθρωποποιείται. Είναι όλοι και όλες αυτοί και αυτές που συνειδητά ή ασυνείδητα γνωρίζουν ότι θα είναι πάντα οι δούλοι όσων μπορούν να ζουν χωρίς να δουλεύουν και όσων η δουλειά τους είναι να βάζουν τους άλλους να δουλεύουν.

Η αντίληψη ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσουμε είναι νοικιάζοντας τον εαυτό μας, είναι τόσο παράλογη, όσο παράλογο είναι και το κοινωνικό σύστημα που έχει ως μοναδικό σκοπό την υποχρεωτική παραγωγή και τη συσσώρευση κεφαλαίων. Η εσωτερίκευση αυτής της αντίληψης είναι μεταφυσική, αφού δέχεται ως αυτονόητο ένα συμπέρασμα το οποίο δεν εμπεριέχει ίχνος λογικής: ότι γεννιόμαστε για να παράγουμε όσο περισσότερο γίνεται, προκειμένου να υπάρχει η πιθανότητα να καταναλώνουμε ό,τι περισσότερο μπορούμε. Η εσωτερίκευση αυτής της παραδοξότητας γίνεται αντιληπτή, αν αναλογιστούμε ότι η τάξη των «προλεταριοποιημένων» εκμεταλλευόμενων, παρόλο που διαισθάνεται ότι αιτία της δυστυχίας της είναι ακριβώς οι σχέσεις εκμετάλλευσης, δεν σκέφτηκε ποτέ ν’ αμφισβητήσει ολόκληρο το πλαίσιο που τις επιβάλλει ως αναπόφευκτες, αλλά αρκείται στο να φαντασιώνεται ότι θα ανακουφιστεί αν αυτές ορθολογικοποιηθούν ή εξομαλυνθούν. Με δυο λόγια, οι εκμεταλλευόμενες μάζες στην πραγματικότητα πιστεύουν ό,τι θέλει η τάξη των εκμεταλλευτών να πιστεύουν. Οι αντιρρήσεις τους περιορίζονται, παιδαριωδώς, στο να απαιτούν «περισσότερη δικαιοσύνη» ή «περισσότερη ισότητα» ή «πιο ανθρώπινες εργασιακές συνθήκες», λες και η δικαιοσύνη είναι μια στατική κατάσταση που θα τους απονεμηθεί ή η ισότητα μπορεί να είναι μερική και όχι ολοκληρωτική ή σαν αυτό που φταίει να είναι πως το αφεντικό θέλει να βασανίζει τους εργαζόμενους ή δεν ξέρει να κάνει καλά τη δουλειά του. Αυτό είναι ο ορισμός της μεταφυσικής κι αν η τάξη των εκμεταλλευόμενων έχει πέσει στην παγίδα αυτή, μεγάλο μέρος ευθύνης έχει η αριστερά (σε οποιαδήποτε τάση της ή έκφανσή της). Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε αργότερα.

Η εργασία είναι το μέσο με το οποίο όχι μόνο γινόμαστε σκλάβοι αλλά το μέσο που μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα ελευθερωθούμε όταν γίνουμε περισσότερο σκλάβοι ή καλύτεροι σκλάβοι.  Να γιατί μισούμε τη δουλειά.

Ακόμα πιο απλά:

Σιχαινόμαστε αυτό το άνισο παζάρι όπου μας αγοράζουν και μας πουλούν με τους δικούς τους όρους, με όρους που μας παρουσιάστηκαν ως λογικά μη αμφισβητήσιμοι, αναλλοίωτοι, αιώνιοι και απαράλλακτοι. Σιχαινόμαστε την ιδέα της επένδυσης του ανθρώπινου σώματος -του δικού μας σώματος- κι όλης του της ενέργειας για τη δουλειά. Σιχαινόμαστε το να δίνουμε τον εαυτό μας, τον πολύτιμο χρόνο μας, το μεγαλύτερο και καλύτερο κομμάτι της ζωής μας. Μισούμε την συστηματική εκπαίδευση που μας θέλει να λειτουργούμε σαν εργαλεία. Μισούμε τα ωράρια. Τα καθηκοντολόγια και την ιεραρχία. Μισούμε τα υποχρεωτικά χαμόγελα, τον εξευτελισμό της προσωπικότητας, το κυνήγι του μεροκάματου.

2) Mεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης: εργασία και ανεργία

«Ο άνεργος, τις περισσότερες φορές, δεν ανήκει στον εαυτό του, συνεχίζει να ανήκει στην εργασία…»– Raoul Vaneigem [3]

Οι δούλοι εξαναγκάζονταν να δουλέψουν με την απειλή της αφαίρεσης της ζωής τους. Αυτό συμβαίνει ακόμα σε αρκετές περιπτώσεις αν και ο κανόνας είναι ότι οι σύγχρονοι εργαζόμενοι αναγκάζονται να δουλέψουν είτε με την πραγματική απειλή της πείνας και της ανέχειας είτε υπό την μη πραγματική απειλή του αποκλεισμού τους από τον καταναλωτικό παράδεισο. Η σύγχρονη μορφή εκμετάλλευσης επιχειρεί να αναδιαμορφώσει και να δημιουργήσει νέους όρους στο χώρο της μισθωτής δουλείας.

Οι οικονομικές μάχες που δίνονται καθημερινά στο «χρηματιστήριο» των κρατών μεταξύ κρατικών οικονομιών, μπλοκ κρατών ή μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, μπορεί να φαίνονται αναίμακτες ή αδιάφορες αλλά στην πραγματικότητα μόνο τέτοιες δεν είναι. Η ανάπτυξη αυτού του ιδιότυπου χρηματιστηρίου με κύριο σκοπό τη διατήρηση των περιθωρίων κέρδους για λογαριασμό της τάξης των εκμεταλλευτών, έχει ως βασική προϋπόθεση την υποβάθμιση του κόστους της εργασίας, την αύξηση της ανεργίας (συνήθως με το επιχείρημα της συγκράτησης του πληθωρισμού, του δείκτη ανάπτυξης, του ΑΕΠ κ.ο.κ.). Γιατί μπορεί μεν να υπάρχουν αντιφάσεις, αντικρουόμενα συμφέροντα ή ανταγωνισμοί μεταξύ κρατών, επιχειρήσεων ή διαφορετικών μορφών κεφαλαίου και ο οικονομικός πόλεμος να μαίνεται εντός της κυρίαρχης τάξης, αλλά ο κοινός προσανατολισμός τους για τον έλεγχο του κοινωνικού πλούτου και της ισχύος είναι η βάση πάνω στην οποία δομούνται οι σχέσεις εξουσίας και η υποταγή των εκμεταλλευόμενων. Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι η λιτότητα για την τάξη των εκμεταλλευόμενων, η εργασιακή ανασφάλεια και επομένως η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.

Μερική απασχόληση, ελαστικά ωράρια, μετατροπή της εξαρτημένης εργασίας σε συμβάσεις έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αλλά και απλήρωτες υπερωρίες, εξαναγκαστική υπερεργασία, απλήρωτη ή ανασφάλιστη εργασία ή απολύσεις χωρίς αποζημίωση είναι τα κομμάτια μιας εργοδοτικής τρομοκρατίας που ονομάζεται «επισφαλής εργασία». Μέσα στον κόσμο της επισφαλούς εργασίας μπορείς να επιζήσεις με μεγάλη δυσκολία. Δεδομένης της ολικής επικράτησης αυτής της «ελαστικότητας» στις εργασιακές σχέσεις εκμετάλλευσης (η οποία αποκρυσταλλώνεται και σε επίπεδο νομοθεσίας) και κατ’ ακολουθία της διαρκούς απειλής της ανεργίας, αποσπάται κατ’ αρχήν η κοινωνική ανοχή και στη συνέχεια η κοινωνική συναίνεση των εκμεταλλευόμενων. Τα «προλεταριοποιημένα» κοινωνικά στρώματα ξυπνούν και κοιμούνται με το φόβο της πλήρους απώλειας. Το ποσοστό της ανεργίας είναι ο πιο φετιχοποιημένος αριθμός της σύγχρονης κοινωνίας της εκμετάλλευσης. Ένα διαρκές φόβητρο – το καλύτερο μέσο πίεσης ώστε οι μοντέρνοι δούλοι να είναι ευγνώμονες όταν μπορούν να πουλήσουν όλο τους το είναι όσο όσο.

Η κυρίαρχη  εξουσιαστική αφήγηση, θέλει να περιγράφει την εργασία ως τον μόνο τρόπο που μπορεί κάποιος/-α να εξασφαλίσει οικονομική ασφάλεια, κοινωνικό κύρος και νόημα στην καθημερινότητά του/της. Για εμάς, αντίθετα, η εργασία είναι η κύρια πηγή καθημερινής ανασφάλειας και  δυστυχίας είτε άμεσα είτε μέσω π.χ. της απειλής της ανεργίας. Θύματα ενός διαρκούς εκβιασμού, οι εργαζόμενοι δεν αντέχουν καν στην ιδέα ότι πρέπει να διεκδικήσουν τα στοιχειώδη δικαιώματά τους και προτιμούν να σκύβουν το κεφάλι στα αφεντικά, αρκούμενοι/-ες στο φιλοδώρημα που τους δίνεται, το οποίο συχνά δεν φτάνει ούτε για να καλύψουν τις καθημερινές βιοτικές ανάγκες τους. Συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η δημιουργία συναισθημάτων ματαιότητας, απαξίωσης και ταπείνωσης.

Από την άλλη πλευρά, η μακροχρόνια ανεργία, δημιουργεί αντίστοιχα συναισθήματα  απόγνωσης, ντροπής και ενοχών, μέσω της ψευδούς καλλιέργειας της  αντίληψης ότι ο άνεργος είναι ένας κοινωνικά άχρηστος άνθρωπος, που δεν  προσφέρει τίποτα στην κοινωνία και στην οικογένειά του, εφόσον δεν συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία.

Όταν έχεις γεννηθεί για να υπηρετείς τους αφέντες σου σ’ έναν κόσμο που η χλιδή είναι το δόλωμα, είτε δουλεύεις είτε έχεις πεταχτεί στο περιθώριο της εργασίας το μόνο που σου αναλογεί είναι δυστυχία. Η εργασία και η ανεργία είναι συγκοινωνούντα δοχεία που αλληλοτροφοδοτούν με την επίπλαστη από το σύστημα ηθική της εργασίας τους εκμεταλλευόμενους. Με τη μέθοδο του μαστίγιου και του καρότου τα θύματα της εκμετάλλευσης, πανικόβλητα, προτιμούν να  ενδοβάλλουν την κυρίαρχη αντίληψη και δεν τους περνά από το μυαλό καθόλου η προοπτική της εναντίωσης.

Η ανεργία λοιπόν, δεν είναι μια φυσιολογική κατάσταση, ένα αναπόφευκτο σύμπτωμα και τα θύματά της δεν είναι μια «παράπλευρη απώλεια». Στον καπιταλιστικό κόσμο που μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, χαρακτηριζόταν από ξέφρενη παραγωγή και αλόγιστη κατανάλωση, η ανεργία είναι ένας μηχανισμός χειραγώγησης στην υπηρεσία των  εκμεταλλευτών (είτε αυτό συμβαίνει συνειδητά είτε έρχεται ως λογικό επακόλουθο του «πολιτισμού» της εκμετάλλευσης).

3) «Η δουλειά απελευθερώνει»

Για να εξουδετερώσει τις εσωτερικές τους αντιστάσεις, το σύστημα καλλιεργεί από νωρίς την ενοχή στους ανθρώπους: δούλεψε για να προσφέρεις, να βοηθάς, να είσαι χρήσιμος. Συχνά συγχέεται το αίσθημα ευθύνης απέναντι στο σύνολο ή η ανάγκη για πρωτοβουλία και δραστική παρέμβαση στο κοινωνικό πεδίο, με την αφοσίωση στη δουλειά και την  απαρέγκλιτη άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων. Αυτή η σύγχυση οφείλεται συχνά στις δυσλειτουργίες του συστήματος τις οποίες καλοπροαίρετοι εργαζόμενοι καλύπτουν με ζήλο, ακόμα κι αν σιχαίνονται τη δουλειά τους κι έχουν επίγνωση της εκμετάλλευσής τους. Δημιουργείται έτσι μια βαθιά αντίφαση ανάμεσα στις αντιλήψεις τους για την εργασία και στις καθημερινές τους πράξεις, η οποία στρέφεται τελικά τόσο εναντίον του συνόλου όσο και του ίδιου του ατόμου.

Αυτή η σχιζοειδής καθημερινότητα είναι το σύμπτωμα της υιοθέτησης της κυρίαρχης αντίληψης για το τί είναι η δουλειά. Οι σύγχρονοι δούλοι, στην προσπάθειά τους να βιώσουν όσο το δυνατό πιο ανώδυνα αυτή τη μόνιμη και βίαιη αντίφαση, κάνουν την ανάγκη φιλότιμο και διαλέγουν την οδό της αυταπάτης. Άλλοτε είναι οι περιστασιακές διεκδικήσεις που έχουν την τιμητική τους (π.χ. μια μικρή αύξηση μισθού ή η βελτίωση των συνθηκών στο επαγγελματικό περιβάλλον) και άλλοτε η εσωτερική σύγκρουση αποφεύγεται μέσω απλοϊκών εκλογικεύσεων (όταν π.χ. οι εργαζόμενοι/-ες προσπαθούν να γίνουν συμμέτοχοι σε κάποιο «υψηλό ιδανικό» που η εργοδοσία επιχειρεί να τους εμφυσήσει σχετικά με τη δουλειά τους, όπως είναι ο σεβασμός της επιχείρησης στο περιβάλλον ή η προώθηση ενός «κοινοτισμού» μεταξύ συναδέλφων ή η ταύτιση της παραγωγικής διαδικασίας με την έννοια της «κοινωνικής προσφοράς»). Όποια πλάνη όμως κι αν διαλέξουν οι εκμεταλλευόμενοι/-ες, δεν παύει να είναι πλάνη κατασκευασμένη προς το σκοπό της ασυνειδητοποίησης της πραγματικής πηγής άγχους και δυστυχίας που είναι δεν είναι άλλη από τη δουλειά ως σχέση εκμετάλλευσης και άρα ως εξουσιαστική σχέση.

Η επιγραφή «Η δουλειά απελευθερώνει» στο Νταχάου, μπορεί να ήταν μακάβρια και κυνική αλλά δεν ήταν τυχαία αν τη συνδυάσουμε με το βασικό στόχο της ναζιστικής θηριωδίας που ήταν η ολοκληρωτική εκμηδένιση και αποανθρωποποίηση των αιχμάλωτων και γενικά των αντιπάλων της. Μια φράση φτιαγμένη για μια προσχεδιασμένη γενοκτονία με κύρια επίφαση την καταναγκαστική εργασία. Αλλά και η εργασία, που είναι η ύψιστη αξία στον καπιταλισμό, ευθύνεται για μια άλλη γενοκτονία: την άγνωστη γενοκτονία των εκμεταλλευόμενων στους χώρους εργασίας διαχρονικά. Από τους σκλάβους της αποικιοκρατίας και τους βιομηχανικούς εργάτες, έως τους σύγχρονους εργάτες κάθε είδους, τους εμφραγματίες υπαλλήλους, τα θύματα της παιδικής εργασίας κλπ. Σύμφωνα με έρευνες, σήμερα,  ένας/μία εργάτης/τρια πεθαίνει κάθε 15 δευτερόλεπτα από εργατικό ατύχημα ή  ασθένεια σχετιζόμενη με τις  συνθήκες εργασίας. Ο αφορισμός «η δουλειά είναι μαζική δολοφονία ή γενοκτονία» [2] δεν είναι παρά μια ανατριχιαστική πραγματικότητα.

Σκληρή δουλειά αδέρφια. Η σίγουρη οδός προς την τελική απελευθέρωση από τη σκλαβιά μια και για πάντα μέχρι το τέλος του Χρόνου. Ή μήπως όχι;

4) Σκληρή δουλειά: ο δρόμος προς την επιτυχία

«Δεν ξέρω κανέναν που  να έχει φτάσει στην κορυφή χωρίς πολλή δουλειά. Αυτή είναι η συνταγή.  Δεν θα σε οδηγήσει πάντα στην κορυφή, αλλά θα σε  φέρει αρκετά κοντά.» – Margaret Thatcher [4]

Ορισμένα επαγγέλματα βαφτίζονται «λειτουργήματα» και τους αποδίδεται διακριτή σημασία και προτεραιότητα έναντι των άλλων, ώστε όποιοι τα ασκούν να οφείλουν να ξεπερνούν τον εαυτό και την προσωπικότητά τους. Παράλληλα, έτσι βαθαίνει ο ταξικός ανταγωνισμός και η διαίρεση των εργαζομένων σε κάστες. Ιεραρχείται η κοινωνική δραστηριότητα σε πεδία αυξημένης εξουσίας, κύρους, οικονομικής ισχύος και καταξίωσης από τη μια και σε μη προνομιακές, δευτερεύουσες ή και ανυπόληπτες επαγγελματικές δραστηριότητες, (που γι΄ αυτό πρέπει να είναι ακόμα πιο κακοπληρωμένες) από την άλλη. Για εμάς τέτοιος διαχωρισμός δεν ισχύει: το τυράκι της καταξίωσης ή της υψηλής κοινωνικής προσφοράς ή τα κάπως περισσότερα χρήματα δεν αλλάζουν την ουσία της εργασίας. Οι εργαζόμενοι σε κάθε τομέα είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης και λάφυρα του καπιταλισμού. Το γεγονός ότι ορισμένοι/-ες απολαμβάνουν στις παρούσες συνθήκες ισχύ και προνόμια ή το ότι θεωρούν την εργασία ως άλλη φύση τους, δεν τους καθιστά ούτε ανώτερους, ούτε αποδεσμευμένους από τη σκλαβιά.

Η ικανοποίηση που μπορεί να παρέχει στον άνθρωπο η εργασία ακόμα κι όταν άπτεται των ατομικών ενδιαφερόντων του είναι μια ακόμα τρικλοποδιά στο δρόμο προς τη συνειδητοποίηση της κατάστασής μας. Όχι, τίποτα δεν αλλάζει με την – ούτως ή άλλως αμφίβολη – ατομική ευχαρίστηση που μπορεί να αντλήσει κανείς από τη δουλειά του. Πρόκειται για μια ακόμη ψευδαίσθηση: δουλεύουμε πιο πειθήνια και παύουμε να αμφισβητούμε τις συνολικές συνθήκες στις οποίες εντάσσεται η ατομική μας προσπάθεια. Είναι ίσως κι ένας μηχανισμός επιβίωσης για να μην τρελαθεί κανείς: να πιστεύει πως η εργασία του είναι αποτέλεσμα επιλογής και αυτοδιάθεσης. Γιατί ακόμα και στις περιπτώσεις που κάποιοι/-ες ζουν κάνοντας κάτι που τους αρέσει και πάλι είναι αδύνατο να γλιτώσουν από τις εμπορευματοποιημένες σχέσεις, από την θέση του προϊόντος του κόπου τους σε ένα πλειοδοτικό παζάρι όπου το προϊόν αυτό διαβαθμίζεται όχι με το κριτήριο των δημιουργών του αλλά με τα κριτήρια της καταναλωτικής παραφροσύνης.

Noon,_rest_from_work_-_Van_Gogh5) Η ηθική της εργασίας

 «Τα πάντα στον κόσμο αγοράζονται με σκληρή δουλειά.» – David Hume [5]

Η ηθική της εργασίας είναι ίσως το κυρίαρχο κοινωνικό και ατομικό ιδεολόγημα του καπιταλισμού. Μια μαζική και ατομική επιδίωξη που δεν έχει ως στόχο την επίλυση και μόνο του βιοποριστικού ζητήματος αλλά είναι το πρίσμα μέσα απ’ τo οποίo ο συγκεκριμένος τρόπος κάλυψης πραγματικών ή μη αναγκών μετουσιώνεται σε κοινωνική καταξίωση ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Μια νέα θρησκεία που λειτουργεί ως το βασικότερο εργαλείο πραγματοποίησης ατομικών και κοινωνικών επιδιώξεων και είναι το καύσιμο λειτουργίας όλων των εξουσιαστικών κοινωνικών συστημάτων.

Οι βασικοί θεσμοί της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας έχουν ως κύριο στόχο τους την απεριόριστη διεύρυνση των παραγωγικών δυνάμεων. Όπως αναφέρθηκε, αναπόφευκτα ο σύγχρονος άνθρωπος βασίζει την πρωτογενή αιτία της ύπαρξής του στην συσσώρευση και κατοχή κεφαλαίων και στην κατανάλωση. Την παραδοχή αυτή μάλιστα την κάνει, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά είτε είναι εκμεταλλευτής είτε εκμεταλλευόμενος. Η κατανόηση του εαυτού μας ως αναπόσπαστου τμήματος μιας αέναης παραγωγικής διαδικασίας η οποία, επιπρόσθετα, εκλαμβάνεται ως αναγκαία και αυτονόητη, έχει ως αποτέλεσμα την ηθικοποίηση της εργασίας, δηλαδή την αναγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης σε υπέρτατη αξία και την αποδοχή αυτής της παραγωγικής παραδοξότητας ως φυσικής και απαραίτητης.  Η προσωπική και κοινωνική ολοκλήρωση, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την πλήρη παράδοση του εαυτού μας στη δουλειά μας, η οποία γίνεται αυτοσκοπός. Αυτή η ανηδονική διαστροφή είναι η κύρια αιτία που οι εκμεταλλευόμενοι αδυνατούν να εξεγερθούν. Γιατί η προοπτική της εξέγερσης πρέπει να περάσει πρώτα μέσα από την εσωτερική σύγκρουση με το οικειοποιημένο σύστημα αξιών που κρατά την τάξη των εκμεταλλευόμενων σε κατάσταση υποταγής.

Η δουλειά καθαυτή καταλαμβάνει ήδη ένα πολύ μεγάλο τμήμα της ζωής μας. Αν σκεφτούμε με πόσους τρόπους καταβροχθίζει και τις υπόλοιπες ώρες μας κατά τις οποίες δεν δουλεύουμε με φυσική παρουσία (πίεση να αντεπεξέλθουμε στις εργασιακές υποχρεώσεις, άγχος βιοπορισμού, ή, απ’ την άλλη, ανέχεια και κατάθλιψη των ανέργων κλπ.), διαλύοντας τον «ελεύθερο χρόνο» μας, φτάνουμε στη θλιβερή παραδοχή ότι εξαιτίας της δουλειάς η ζωή μας είναι ένα φάντασμα της πραγματικής ζωής. Η ολοκληρωτική παράδοση του εαυτού μας στην ιδιωτική σφαίρα δραστηριοτήτων, η οποία, όπως είδαμε, σήμερα σχεδόν συμπίπτει με τη δουλειά, μας μετατρέπει σε αποπολιτικοποιημένα όντα υποτιμώντας μας έτσι σε άβουλες και αναλώσιμες μονάδες. Δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ π.χ. μισθωτού ή άνεργου της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας και δούλων της αρχαιότητας. Οι τελευταίοι/-ες, ήταν υποχρεωμένοι/-ες ν’ απασχολούνται μόνο με τις ανάγκες της επιβίωσης, τόσο της δικής τους όσο και των αφεντικών τους και αντιμετωπίζονταν ακόμα και σε επίπεδο θεσμών, ως «πράγματα». Η σημερινή τάξη των εκμεταλλευόμενων επίσης απασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τις ίδιες ανάγκες επιβίωσης. Το γεγονός ότι σε επίπεδο θεσμών τους/τις αναγνωρίζονται κάποια δικαιώματα δεν αλλάζει και πολύ την κατάσταση: σε μια κοινωνία ακραίου ατομικισμού, όπου τα πάντα είναι «πόλεμος όλων εναντίον όλων» δεν υπάρχει χώρος και χρόνος ούτε για πραγματική πολιτική παρέμβαση ούτε για συνδιαμόρφωση.

Με την έννοια αυτή, η ηθική της εργασίας, αυτή η ιδιόμορφη νέα θρησκεία, ευθύνεται για ό,τι ευθύνονται ιστορικά όλες οι θρησκείες: παραίτηση, αποχαύνωση, σύγχυση, ανηδονία.

6) Εργατισμός – Όταν οι εκμεταλλευόμενοι/-ες προσεύχονται στο θεό Μόχθο

«Ο εργάτης αρχίζει να γίνεται επαναστάτης όταν καταστρέφει την «εργατοσύνη» του, όταν φτάσει στο σημείο να απεχθάνεται την ταξική του θέση τώρα αμέσως, όταν αρχίζει να πετάει εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά για τα οποία οι μαρξιστές τον εξυμνούν περισσότερο – την ηθική της δουλειάς, τη δομή του χαρακτήρα του η οποία προέρχεται από τη βιομηχανική πειθαρχία, το σεβασμό για την ιεραρχία, την υπακοή σ’ αρχηγούς, τον καταναλωτισμό, τα στοιχεία πουριτανισμού.» – Murray Bookchin [6]

Οι μαρξιστές ανέκαθεν δέχονταν την καπιταλιστική μυθολογία σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη ιστορία είναι μια ιστορία συνεχούς προόδου με κεντρικό τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας την παραγωγή. Δέχονταν δηλαδή ότι η καπιταλιστική τεχνική ήταν ορθολογική, ενώ στην πραγματικότητα είναι ορθολογική μόνο σε σχέση με τους σκοπούς του καπιταλισμού και όχι με μια απόλυτη έννοια. [7] Γι’ αυτό η αποδόμηση του καπιταλισμού από τους μαρξιστές ήταν πεπερασμένη, καταδικασμένη να είναι επουσιώδης και αποσπασματική, να είναι μια αντι-θεωρία η οποία πρότεινε ένα εναλλακτικό δρόμο χωρίς να τολμά όμως να βγει εκτός του πλαισίου που κυριαρχικά είχε θέσει η καπιταλιστική προσέγγιση.  Η εξίσωση, από τους μαρξιστές. της τεχνολογικής ανάπτυξης με την κοινωνική απελευθέρωση, τούς οδήγησε στην ιδέα ότι η βιομηχανική εργατική τάξη ήταν εξ ορισμού επαναστατική αφού βρισκόταν σε θέση που θα μπορούσε να καταλάβει τα μέσα παραγωγής που αναπτύχθηκαν στον καπιταλισμό. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, τα προϊόντα της ανθρώπινης προόδου, δηλαδή τα προϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας, είναι το όχημα προς την ελευθερία, αρκεί να τεθούν στην υπηρεσία της ανθρώπινης κοινότητας.

7) Καταδικασμένοι σε αιώνια ήττα

Το σημείο εκκίνησης της μαρξιστικής σκέψης και οι βασικές της παραδοχές είχαν ως αποτέλεσμα να εδραιωθεί σε τμήμα της τάξης των εκμεταλλευόμενων η πεποίθηση ότι ο δρόμος προς την ταξική απελευθέρωση περνά μέσα από την εργασία ή, καλύτερα, μέσα από την συμπαγή ταξική αντιπαράθεση των εργατών με τ’ αφεντικά. Εκτός του ότι στην πράξη η σκέψη αυτή αποδείχτηκε λανθασμένη αφού ταξική, προλεταριακή ταυτότητα, σημαίνει αποδοχή ενός ετεροκαθορισμού με μέσα και ιδέες που θέτει ο αντίπαλος, οδήγησε στην αγιοποίηση ακριβώς των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και ατομικών χαρακτηριστικών που ευθύνονται για τη δεινή θέση των εκμεταλλευόμενων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, «οι προοδευτικοί εργάτες με τα ροζιασμένα χέρια» [8] έγιναν το κυριότερο εμπόδιο σε κάθε αγώνα των εκμεταλλευόμενων που είχε πραγματικά επικίνδυνα χαρακτηριστικά για την κυρίαρχη τάξη. Οποτεδήποτε τέθηκε θέμα απόλυτης ρήξης από τους κάτω, οι πρώτοι που έσπευσαν να προφυλάξουν την κατασκευασμένη επαναστατική τους ταυτότητα – η οποία στην καλύτερη περίπτωση δεν πήγαινε βήμα πέρα από τον πιο μετριοπαθή ρεφορμισμό – ήταν οι περήφανοι εργατιστές, αυτοί οι θλιβεροί φύλακες της εξουσίας που επιβάλλεται από τον κόσμο των αφεντικών.

Εάν ο περιορισμός όχι των αιτημάτων μας αλλά των ίδιων των επιθυμιών και των ονείρων μας είναι (για όλους εμάς που φυτοζωούμε ξεπουλώντας καθημερινά και για πάντα κάθε είδους δεξιότητα που έχουμε για λίγα χρήματα περισσότερα ή για μια ελεύθερη ημέρα), μια τραγική πραγματικότητα, ας αναλογιστούμε ποιοι κερδίζουν πραγματικά απ’ αυτό: η υπόθεση της επανάστασης που πρέπει να περιμένει αιωνίως να ωριμάσουν οι συνθήκες ή οι εκμεταλλευτές μας;

8) Λυπήσου μας αφέντη

 «Τα εργατικά συνδικάτα (ενώσεις αντίστασης και άλλες εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος) είναι αναμφίβολα χρήσιμα: και μάλιστα είναι μια αναγκαία φάση για την ανύψωση του προλεταριάτου. Επιδιώκουν να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να συνειδητοποιήσουν την πραγματική τους θέση ως εκμεταλλευόμενοι και σκλάβοι, να τους αναπτύξουν την επιθυμία να αλλάξουν οι συνθήκες ζωής τους, να τους μάθουν την αλληλεγγύη και τον αγώνα, και, με την πρακτική της πάλης, να τους κάνουν να καταλάβουν ότι τα αφεντικά είναι οι εχθροί και η κυβέρνηση είναι ο υπερασπιστής των αφεντικών.» – Errico Malatesta [9]

Ο Μαλατέστα χωρίς να υποτιμά τη χρησιμότητα των εργατικών συνδικάτων τα έβλεπε επιφυλακτικά επειδή είχε διακρίνει ότι η φύση τους εμπεριείχε τον κίνδυνο να γίνουν εργαλείο διατήρησης των προνομίων και προσαρμογής των πιο εξελιγμένων μαζών στους υπάρχοντες κοινωνικούς θεσμούς. Στο βαθμό που δεν είχαν ως πρόταγμα την κοινωνική επανάσταση αλλά την απλή βελτίωση των συνθηκών ζωής των εκμεταλλευόμενων, ήταν γι’ αυτόν εξ ορισμού ρεφορμιστικά.  Απ’ την άλλη πλευρά, αναγνώριζε ότι οι κάθε είδους εργατικές ενώσεις μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης αν κατάφερναν να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα είναι σκλάβοι – κατάσταση από την οποία θα ξέφευγαν μόνο αν έκαναν κτήμα τους την ιδέα ότι εχθροί τους ήταν τα αφεντικά και όπλο αυτών των τελευταίων η κυβέρνηση.

Από τότε μεσολάβησε ένας παγκόσμιος πόλεμος (και μερικές εκατοντάδες περιφερειακοί), τρεις παγκόσμιες οικονομικές «κρίσεις» μια ραγδαία τεχνολογική και επιστημονική πρόοδος και μια ιστορικής σημασίας μετατόπιση του καπιταλισμού από την πραγματική στην εικονική οικονομία η οποία εκφράστηκε με την αλλαγή σκυτάλης από τις «παραγωγικές» μορφές κεφαλαίου στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Παρόλα αυτά και μετά από διακυμάνσεις κατά τις οποίες σημειώθηκαν κάποιες νίκες του εργατικού κινήματος (κυρίως σε Ευρώπη και Αμερική), την τελευταία εικοσαετία παρατηρείται η συνεχής συρρίκνωση των εργατικών «κεκτημένων» δικαιωμάτων παράλληλα με την πλήρη απουσία των εργατικών ενώσεων από τους κοινωνικούς αγώνες. Μιλήσαμε ήδη γενικά για την επισφαλή εργασία, την ανεργία, την εργοδοτική βία και αυθαιρεσία και υποστηρίξαμε ότι χωρίς την καθολική αμφισβήτηση των θεσμών που επιβάλλει η τάξη των εκμεταλλευτών, δεν θα υπάρξει τέλος στη σκλαβιά μας.

Επειδή όμως οι θεωρητικές κουβέντες βρίσκουν πάντα πρόθυμους υποστηρικτές ακόμα και στην πλευρά των αντιπάλων, θα προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε το θέμα που μας απασχολεί εδώ, μέσα και από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Πώς ο οικονομισμός, ο εργατισμός, η σύγχρονη αντίληψη για το συνδικαλισμό ή, ακόμα πιο πέρα, η κλασσική καπιταλιστική μυθολογία περί αέναης προόδου και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ειδικά στο περιβάλλον του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπου τη κεντρική θέση της πραγματικής οικονομίας (παραγωγή αγαθών) παίρνει σιγά σιγά η εικονική (σταδιακή αποσύνδεση της τάξης των εκμεταλλευτών από την παραγωγική διαδικασία σε βαθμό που να αδιαφορεί για την πτώση της κατανάλωσης και άρα να τολμά την ακραιφνή συμπίεση του εργατικού κόστους), επηρεάζουν την καθημερινότητά μας; Eίναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η εργασία και οι εργασιακές σχέσεις, η μεγάλη αρένα όπου η σκλαβιά μας επισημοποιείται και «κλειδώνει» ως μια κατάσταση από την οποία δεν υπάρχει διέξοδος;

9) Το μεν αντιμνημόνιο πρόθυμο, η δε εργατική τάξη και τα συνδικάτα ασθενή 

Ζώντας στην ελλάδα των μνημονίων, εμείς θεωρούμε πως το κράτος είχε σκοπό να ξεκινήσει πολύ πριν από αυτά την επίθεσή του στα εργασιακά δικαιώματα. Οι «θρυλικές» μεταρρυθμίσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο επί ΠΑΣΟΚ και η περίοδος μετά το εθνικά ζαλισμένο και υπερήφανο 2004 με τον Καραμανλή να κλαίγεται πως οι νταβατζήδες δεν τον άφηναν να μοιράσει τον πλούτο στο λαό, ήταν σαφή προμηνύματα για το τι ετοίμαζε το κράτος.

Το 2010 η προπαγανδιστική σύνδεση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού με τις εργασιακές σχέσεις και την περιβόητη ανταγωνιστικότητα κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Σε ένα κράτος που σχεδιάστηκε εξαρχής για να λειτουργεί απροσχημάτιστα ως τσιφλίκι των κομμάτων και κατ’ επέκταση των αφεντικών (καθώς οι σχέσεις του ελληνικού κεφαλαίου με το κράτος πάντα ήταν στενές και  αλληλοτροφοδοτούμενες), η άγρια επικοινωνιακή επίθεση ξεκίνησε με τη δαιμονοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων, στοχεύοντας στην ενδοταξική αντιπαράθεσή τους με τους  εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, δίνοντας μια πολύ μεγάλη και ιδιαίτερα αιχμηρή δυναμική στην ήδη υπάρχουσα ασθένεια του «κοινωνικού αυτοματισμού».

Στη συνέχεια, ο σφαγιασμός των εργασιακών δικαιωμάτων του λεγόμενου ιδιωτικού τομέα στο πρώτο μνημόνιο, απέβλεπε στη πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας – κατάσταση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με αμείωτη ένταση. Βέβαια τα ντόπια αφεντικά είχαν μάθει από καιρό να καρπώνονται σχεδόν τσάμπα την υπεραξία από τη δουλειά ολόκληρων κοινωνικών ομάδων όπως οι μετανάστες ή οι νέοι/-ες, δημιουργώντας από τότε εργαζόμενους δύο ταχυτήτων. Αλλά σε περίοδο οικονομικής καθίζησης ο φόβος των αφεντικών για μείωση των περιθωρίων κέρδους, τα αποθράσυνε τελείως. Με το δεδομένο ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ανέκαθεν ήταν αντιπαραγωγικός, παρασιτικός, κρατικοδίαιτος, έκνομος ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια νομιμότητας και ότι χαρακτηριζόταν μόνιμα από έλλειψη επενδυτικής νοοτροπίας ακόμα και στις καλές εποχές, στις συνθήκες της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, κατέρρευσε. Έτσι η ελλάδα κατάφερε να είναι πρώτη σε γενική και νεανική ανεργία (της οποίας τελευταίας το ποσοστό αγγίζει το 60%) στην Ευρώπη. Λογικό και επόμενο αν σκεφτούμε ότι τα ελληνόψυχα αφεντικά είχαν τροφοδοτήσει την ελληνική ανάπτυξη τις δύο περασμένες δεκαετίες πάνω στη στυγνή εκμετάλλευση των πιο ευάλωτων εργαζομένων και ειδικά του πρώτου κύματος μεταναστών/-τριών που ήρθαν κυρίως από την αλβανία.

Παρά τη διαρκή επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι/-ες στην ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια, παρά τη συνεχή υποτίμηση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, οι αντιδράσεις ήταν και είναι μονάχα αποσπασματικές, σπασμωδικές, συμβολικές και χαμηλής έντασης.  Όσο περνούν τα χρόνια εμπεδώνεται όλο και πιο έντονα η κατά κράτος νίκη αφεντικών και κράτους απέναντι σε όσους/-ες πρέπει να εργάζονται για να  μπορούν να επιβιώσουν. Η ήττα όσο κι αν είναι άβολο να το παραδεχτούμε, είναι  καθολική σε βαθμό που η εργοδοτική ασυδοσία έφτασε να χρησιμοποιήσει ανενόχλητα την απροκάλυπτη και ωμή βία  (θυμίζουμε το βασανισμό του μετανάστη Γουαλίντ Τάλεμπ από το αφεντικό του ή την επίθεση κατά της μετανάστριας εργάτριας Κούνεβα).

Η λεγόμενη εργατική τάξη έμεινε αποχαυνωμένη και άπραγη, μη μπορώντας να  παρακολουθήσει τις καταιγιστικές αλλαγές, που συνέβησαν σε τόσο σύντομο χρόνο. Φαίνεται ότι τα  χρόνια της επίπλαστης καταναλωτικής ευημερίας του “greek dream” ήταν αρκετά ώστε να αποκοιμίσουν κι αυτή και τα γραφειοκρατικά συνδικάτα που μεταπολιτευτικά τουλάχιστον, δεν ήταν παρά παραρτήματα των πολιτικών κομμάτων. Πέρα από ελάχιστα σωματεία βάσης, που πάλεψαν και παλεύουν για να σώσουν ό,τι σώζεται σε  επίπεδο καθημερινότητας, δεν υπάρχει παρά το απόλυτο κενό. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ολοκληρωτικής ήττας των κινημάτων και των εργατικών αγώνων, ήρθε το αντιμνημόνιο που κατάφερε να απονοηματοδοτήσει πλήρως κάθε ψήγμα αντίστασης των εκμεταλλευόμενων.

Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, κατά κύριο λόγο αριστερές, προσπάθησαν να  πουλήσουν στο λεγόμενο λαό «απελευθέρωση από τα μνημόνια, διεκδίκηση  γερμανικών αποζημιώσεων, διαγραφή του παράνομου και επονείδιστου χρέους, αξιοπρέπεια,  δημοκρατία, εθνική περηφάνια» κι ακόμα κλωτσιές στη Μέρκελ και τον «σακάτη» Σόιμπλε. Πάνω απ’ όλα όμως ήρθαν να υποσχεθούν το δικαίωμα του (έλληνα) εργάτη στην εργασία και την καταδίκη της ανεργίας, έστω κι αν αυτό σημαίνει αποδοχή άνευ όρων της νέας κατάστασης που δημιουργήθηκε στην αγορά εργασίας από τ’ αφεντικά. Ο  αγώνας για το «δικαίωμα» στη δουλειά, όποια δουλειά κι αν είναι, όπως ή/και εάν πληρώνεται, είτε είναι ανασφάλιστη είτε ακόμα και εθελοντική με την αφηρημένη υπόσχεση ενός μελλοντικού ψευτοβολέματος, έχει μετατραπεί σε ύψιστο αγαθό, φαντασίωση και όνειρο του αδικημένου απ’ όλους έθνους. Κάπως έτσι προέκυψε και το έκτρωμα που ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ που, αφού κατέλαβε την εξουσία, πούλησε στους έλληνες ψηφοφόρους μαγκιά για να φτάσει μετά από 5 μήνες, κατά τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και τους «θεσμούς» να περάσει κάθε «κόκκινη γραμμή» που τάχα είχε τραβήξει για το συμφέρον του «Λαού». Η αφήγηση αυτή, βαθιά (και συνειδητά) συνωμοσιολογική και εθνικιστική, ή απλώς γελοία όταν παραληρεί με επιχειρήματα του τύπου «οι ξένοι θέλουν να μας πάρουν τα όμορφα νησιά επειδή μας ζηλεύουν που ζούμε στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου», θα μπορούσε εύκολα να έχει και ένα δράκο μέσα. Δυστυχώς για όλους αυτό το τέρας στην πραγματικότητα είναι η πατριδολαγνεία και ο αναδυόμενος φασισμός.

Τα εργατικά συνδικάτα ή/και διάφοροι επαγγελματικοί σύλλογοι, όπως ήταν αναμενόμενο, έγιναν αισθητά μόνο με την απουσία τους. Οι θούριοι «της εποχής των πλατειών», οι πύρινες οικονομικοπολιτικές αναλύσεις, οι αποκαλυπτικές στατιστικές έρευνες και οι «τολμηρές» προτάσεις, ειδικά μετά το Φεβρουάριο του 2012 πήγαν οριστικά για ύπνο. Οι συνδικαλιστές δεν ήθελαν και οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν. Οι πρώτοι επειδή καταλάβαιναν ότι έπρεπε να πάνε πολύ μακριά αν δεν ήθελαν να παραμείνουν στο τίποτα (και προτίμησαν να μην πάνε πουθενά), οι δεύτεροι/-ες επειδή μέσα στην παραζάλη της φτώχειας, της λιτότητας, της ακρίβειας και του αναδυόμενου νεο-πατριωτισμού, δεν είχαν μυαλό για τίποτα που ξεπερνούσε τη μίζερη καθημερινότητα. Απεργίες μίας ημέρας, που παζαρεύονταν από ένα μήνα πριν και που μπορεί και ν’ άλλαζαν ημερομηνία αν δεν βόλευε η αρχικά καθορισμένη. Η φοβερή απειλή της Γενικής Απεργίας Διαρκείας που το 2011 γέμιζε τα στόματα πολλών, ξέπεσε σε μια καταναγκαστική μονοήμερη απεργία με ελάχιστη συμμετοχή.  Τα δύο κύρια κόμματα της Αριστεράς, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ φρόντισαν για τα υπόλοιπα (π.χ. ξεπούλημα των απεργιών των καθηγητών το 2013 κλπ.).

Το αντιμνημονιακό τσίρκο λοιπόν και πριν την κατάληψη της κυβέρνησης από ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝ.ΕΛ., ποτέ δεν προσπάθησε να συσπειρώσει τους εργαζομένους ή να τους εξωθήσει σε καίριες διεκδικήσεις -έστω- των  εργασιακών δικαιωμάτων τους. Αντίθετα, φρόντισε να τους τυφλώσει με πατριωτισμό και αντιμνημονιακό μένος απέναντι στη γερμανία και τους υπόλοιπους πιστωτές – πρακτική που εντάθηκε μετά την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία. Η τακτική αυτή, όπως ήταν λογικό, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία τόσο από ουσιαστική άποψη όσο και ως στρατηγική επιλογή. Η ελληνική κυβέρνηση επενδύοντας στο (και εκμαιεύοντας το) εξ ορισμού κούφιο πατριωτικό αίσθημα της κοινωνίας, κατάφερε δύο, φαινομενικά, διαμετρικά αντίθετα πράγματα, μία ήττα και μία νίκη: αφενός ηττήθηκε πολιτικά σε διεθνές επίπεδο· αφετέρου ευνούχισε οτιδήποτε υγιές είχε απομείνει στο χώρο των κινημάτων, επιβάλλοντας τους ένα στρεβλό προσανατολισμό με το μετατοπισμό των διεκδικήσεων από την κοινωνική σφαίρα στην εθνική φαντασίωση. Από τη ρήξη για την οποία τάχα μιλούσαν στο ΣΥΡΙΖΑ, στο χάιδεμα των πιο συντηρητικών αντανακλαστικών μιας κοινωνίας που ήδη κοιτούσε προς το φασισμό (πολιτικό ή κοινωνικό). Αυτό κι αν ήταν νίκη των αφεντικών (ελληνικών και ξένων).

Στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα της φτώχειας, οι σύγχρονοι δούλοι δεν καταφέρνουν όχι μόνο να κατέβουν σε μια απεργία διαρκείας αλλά, ούτε καν να οργανώσουν μία έστω αποσπασματική αλλά μαχητική κινητοποίηση. Αντ’ αυτής, για ακόμα μια φορά, συμμετέχουν ολόψυχα σε οποιαδήποτε ανοησία τους ζητήσει η κυβέρνηση ή το κόμμα. Κάπως έτσι φτάσαμε στη γιορτή της «άμεσης δημοκρατίας», το δημοψήφισμα του 2015, όταν ένα ασαφές και διφορούμενο «όχι» έγινε ένα πονηρό και σαφέστατο «ναι», καταφέρνοντας ένα παγκόσμιο, ασύλληπτο φιάσκο – κατάληξη που ήταν εντελώς αναμενόμενη αν και παραδόξως όχι για όλους ούτε καν εντός του αναρχικού χώρου.

Όσο δεν γίνεται αντιληπτό ότι το κράτος επέλεξε εδώ και δεκαετίες να είναι μέσα στον πυρήνα της Ε.Ε., συνδιαμορφώνοντας τις πολιτικές της ειδικά όσον αφορά τα καθ’ ημάς, θα χάνεται κάθε ελπίδα αντίστασης της εγχώριας τάξης των εκμεταλλευόμενων. Το πρόβλημά μας είναι ο καπιταλισμός, οι σχέσεις εκμετάλλευσης, τα αφεντικά, το κράτος, οι κυρίαρχοι κοινωνικοί θεσμοί και όχι κάποια σκοτεινά, ανθελληνικά, διευθυντήρια.

casabancal-moul-chekara10) Αν θέλουμε να μιλάμε για κοινωνική επανάσταση

«Κανένας δε θα έπρεπε να δουλεύει ποτέ. Η δουλειά είναι η πηγή σχεδόν όλης της δυστυχίας του κόσμου.  Σχεδόν όλα τα κακά πράγματα που αξίζουν ν΄ αναφερθούν προέρχονται από  την εργασία ή από τη ζωή σ΄ ένα κόσμο σχεδιασμένο για εργασία. Για να  σταματήσουμε να υποφέρουμε, πρέπει να σταματήσουμε να δουλεύουμε. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε πράγματα. Σημαίνει στην πραγματικότητα τη δημιουργία ενός νέου τρόπου ζωής στηριγμένου στο παιχνίδι. Μ΄ άλλα λόγια, ένα φιλοπαίγμον γλέντι, κοινοβιακή ζωή και ίσως ακόμα και τέχνη.» – Bob Black [2]

Για εμάς είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας να αποβάλουμε από μέσα μας την ενοχή και την ηθική της εργασίας. Όσο είμαστε πειθήνιοι/-ες συμβάλλουμε στην αναπαραγωγή και επιβίωση ολόκληρου του ιδεολογικού και οικονομικού οικοδομήματος που μας συνθλίβει χωρίς έλεος. Ο,τιδήποτε λέμε για μετασχηματισμό της κοινωνίας ακυρώνεται στην πράξη, αν δεν αμφισβητηθεί η φύση της εργασίας που όπως είδαμε είναι το πιο κεντρικό πεδίο έκφρασης των σχέσεων εκμετάλλευσης και άρα επιβολής πάνω μας.

Ως  αναρχικοί/-ες δεν μπορούμε παρά να έχουμε κεντρικό πρόταγμα την κατάργηση κάθε μορφής βίας και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και από τον άνθρωπο στη φύση. Την κατάργηση κάθε εξουσίας και την πραγματική αυτοδιάθεση των ανθρώπων. Δεν μπορούμε να περιγράψουμε μια διαφορετική κοινωνία εντός καπιταλιστικού πλαισίου. Αν το κάναμε δεν θα μιλούσαμε για κοινωνική επανάσταση αλλά το πολύ για «ανατροπή». Πρέπει να μπορέσουμε να υπερβούμε  αυτό το πλαίσιο που για εμάς είναι φαύλος κύκλος. Αυτό προϋποθέτει την αποβολή από μέσα μας πρωτίστως της ηθικής της εργασίας. Μόνο αν είμαστε ειλικρινείς για το πώς έχουν ακριβώς τα πράγματα γύρω μας υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθεί κάποια δυναμική που θα κατακλύσει ένα κίνημα που θα γεννηθεί από κάτω. Δεν είμαστε κίνημα που υπόσχεται ένα έτοιμο μοντέλο διαχείρισης. Το αναρχικό κίνημα προτάσσει την κατάργηση του κράτους και του καπιταλισμού και τη δημιουργία των συνθηκών που η ίδια η κοινωνία, ελεύθερα πια, θα  δημιουργήσει τις δομές που της είναι απαραίτητες για την εξασφάλιση της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης. Θα ήταν αναντίστοιχο από τη μεριά μας, έχοντας μεγαλώσει στον καπιταλισμό,  να προσφέρουμε στην κοινωνία ένα προκατασκευασμένο και στατικό σχέδιο δράσης που να είναι  απαλλαγμένο από στερεότυπα και εξουσιαστικές σχέσεις. Μόνο μια κοινωνία ελεύθερη μπορεί να αυτοθεσμιστεί έτσι ώστε, να διασφαλίσει την ισότητα και την ελευθερία για τα μέλη της και την προοπτική αυτόνομης πορείας για τον εαυτό της.

Δεν είναι μόνο η φτώχεια ή η εργοδοτική βία και καταπίεση ή το καθημερινό άγχος της επιβίωσης ή ο χαμένος χρόνος· ούτε η στασιμότητα στις ζωές μας ή η αποδιοργάνωση του μυαλού μας ή η εσωτερική σύγκρουση που ζούμε όταν κάνουμε άχρηστα πράγματα ή δουλειές που σιχαινόμαστε. Δεν είναι μόνο οι θαμμένες επιθυμίες μας και το αίσθημα της ματαιότητας. Πάνω απ’ όλα μας εξοργίζει η ιδέα ότι μέσα από τη δουλειά μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτό ακριβώς που μισούμε: σκυλιά των αφεντικών. Θύματα που κυνηγούν την ευτυχία με τον τρόπο και τα μέσα που τα οδήγησε ακριβώς στη δυστυχία.

Μπορεί να είμαστε δούλοι αλλά σκοπεύουμε να πάψουμε να είμαστε.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Emma Goldman: Διανοούμενοι Προλετάριοι

[2] Bob Black – Η κατάργηση της δουλειάς

[3] Raoul Vaneigem – Εγκώμιο Της Εκλεπτυσμένης Τεμπελιάς

[4] Margaret Thatcher

[5] David Hume

[6] Murray Bookchin – Άκου μαρξιστή

[7] Κορνήλιος Καστοριάδης – Ο θρυμματισμένος κόσμος

[8] Errico Malatesta – Ταξική πάλη ή ταξικό μίσος

[9] Errico Malatesta – Αναρχισμός και Συνδικαλισμός

Categories
Αναλύσεις

Αναρχία και σεξισμός

ξκτυξυν8Αλήθεια, ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας;
Όσο ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε και αναλύουμε πράγματα και καταστάσεις είναι κατακερματισμένος και αποσπασματικός θα είμαστε καταδικασμένοι/ες σε ιδεολογικό αδιέξοδο και πολιτική ήττα. Είναι αδύνατο να καταργήσουμε τις σχέσεις εξουσίας που υποτίθεται ότι αντιμαχόμαστε εάν προηγουμένως δεν τις έχουμε αναγνωρίσει και προσδιορίσει με σαφήνεια. Κανείς δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τους σκοπούς του αν δεν θέσει πρώτα με πλήρη συνείδηση τους όρους με τους οποίους θ’ αγωνιστεί. Οι όροι αυτοί, όμως, παραμένουν θολοί και μετέωροι όσο ένας αγώνας γίνεται χωρίς συγκεκριμένη στοχοθεσία. Με δυο λόγια, καμία εξουσιαστική δομή δεν πρόκειται να ξεπεραστεί ποτέ αν δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε όλες τις πτυχές της σε κάθε πεδίο της ατομικής και κοινωνικής ζωής.
 

Το αναρχικό κίνημα διεκδικεί για τον εαυτό του μεταξύ άλλων (και) το παράσημο του αντισεξισμού. Στην πραγματικότητα όμως, απέχει πολύ από το ν’ αποτινάξει τα ανάλογα στερεότυπα. Όσοι και όσες ζούμε την «κινηματική» καθημερινή ρουτίνα βλέπουμε αμήχανα ότι η έλλειψη πραγματικής ισότητας μεταξύ των φύλων ή ειλικρινούς αλληλοσεβασμού μεταξύ ατόμων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό επιβιώνει μια χαρά και στα δικά μας τα μέρη. Σεξιστικές και ομοφοβικές αντιλήψεις και συμπεριφορές ψιθυρίζουν ενοχλητικά ότι η πατριαρχία κυριαρχεί και μέσα στους κύκλους των αναρχικών.

«Μα αφού αυτά τα έχουμε πει, πάλι τα ίδια»;

Συχνά ο αναρχικός χώρος, ασχολείται περισσότερο με την μορφή της καταπίεσης και όχι με την αιτία. Η μορφή αυτή μπορεί να παρουσιάζει τεράστιες διαφορές αν συγκρίνουμε π.χ. τους φόνους τιμής στη Ν. Ευρώπης με τις κλειτοριδεκτομές στην Αφρική. Η συμπάθεια και η ένδειξη αλληλεγγύης, στις περισσότερες περιπτώσεις, φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της πρόσληψης της βίας κατά των γυναικών ως ένα μακάβριο θέαμα παρά μια άμεση προσπάθεια για ειλικρινή κατανόηση των αιτίων της και των πραγματικών της διαστάσεων.

Η άρνηση πολλών συντρόφων να αναγνωρίσουν τον σεξισμό και ως εσωτερικό πρόβλημα εκφράζεται με τρόπους που όλες κι όλοι έχουμε ζήσει μέσα στις συλλογικές διαδικασίες. Είναι αυτό το «αυτά τα έχουμε πει» ή το άλλο, το «ωχ τώρα πάλι τα ίδια», που δείχνει ότι ακόμα και οι σύντροφοι με την πιο επαναστατική ιδιοσυγκρασία προτιμούν τη σιωπή όταν από την ίδια την πραγματικότητα αναγκάζονται να αναλογιστούν εάν, πώς και σε ποιό βαθμό ασκούν εξουσία και οι ίδιοι απολαμβάνοντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, τα ανάλογα προνόμια.

Ο ορισμός του σεξισμού δεν είναι άγνωστος στο χώρο: η πλειοψηφία των άτομων ή συλλογικογικοτήτων με στοιχειώδη πολιτική σκέψη δεν παραλείπει, συνήθως, με βιαστικές όμως και επιγραμματικές αναφορές να δηλώνει την αντίθεσή του σε αυτόν. Συχνά δε, η καταγγελία της έμφυλης βίας διευκολύνει την προώθηση μιας γενικότερης πολιτικής ατζέντας ή το χτίσιμο ενός πολιτικά ορθού προφίλ, δηλαδή για λόγους τακτικούς και όχι ουσιαστικούς. Χρησιμοποιούμε έτσι εργαλειακά μια βαθιά πληγή στο σώμα της κοινωνίας, ενώ παραλείπεται η ατομική και συλλογική αντιμετώπιση της ρίζας των αιτιών του σεξισμού, σα να έχουμε μείνει εμείς αλώβητοι από  αυτόν: αν και είναι γενική παραδοχή μεταξύ των αναρχικών ότι η πατριαρχία είναι βαθιά ριζωμένη στην κοινωνία, δεν αναγνωρίζουμε ότι το ίδιο ισχύει και στο δικό μας μικρόκοσμο. Ως πολιτικός χώρος δεν αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι όντας γαλουχημένοι/ες με τις κυρίαρχες αντιλήψεις φέρουμε μέσα μας και  αναπαράγουμε αυτά τα στερεότυπα χωρίς να γίνονται σημαντικές προσπάθειες αποτίναξής τους, αρχικά σε ατομικό επίπεδο (καθημερινή συμπεριφορά, έμπρακτη στήριξη σε περιπτώσεις σεξισμού, έμφυλης βίας, αντισεξιστική συμπεριφορά ανδρών που λειτουργεί ως παράδειγμα για άλλους άνδρες) αλλά και συλλογικά.

Για εμάς η καταπολέμηση (και) του σεξισμού και μάλιστα σε καθημερινή βάση είναι προτεραιότητα καθώς ως συντρόφισσες και σύντροφοι συνδιαμορφώνουμε μαζί στο τώρα και όχι σε κάποια αόριστη και μελλοντική επαναστατική κοινωνία. Αδυναμία συνδιαμόρφωσης, λοιπόν, και μάλιστα με ισότιμους όρους, σημαίνει κάθετη ιεραρχία και τίποτε περισσότερο.

Υπάρχουν καταπιεστικές εξουσιαστικές σχέσεις μείζονος ή ελάσσονος σημασίας;

Η φύση της εξουσίας είναι κοινή σε όλες τις μορφές μέσα απ’ τις οποίες εκφράζεται. Η εξουσία, δηλαδή η επιβολή της θέλησης κάποιων ανθρώπων πάνω σε άλλους, καταπιέζει στον ίδιο βαθμό όλα τα υποκείμενα στα οποία απευθύνεται. Το πράγμα γίνεται πιο επικίνδυνο όταν ο εξουσιαστής προσπαθεί να αποτινάξει από πάνω του το ρόλο του καταπιεστή και του δυνάστη με το να αρνείται ν’ ακούσει την απλή διαπίστωση των εξουσιαζόμενων υποκειμένων ότι υφίστανται πραγματικά αυτή την καταπίεση. Ο πιο εύκολος τρόπος να νιώθει κάποιος καλά με τον εαυτό του είναι να έχει προαποφασίσει ότι τα (συν)αισθήματα των άλλων δεν μπορεί παρά να είναι «υπερβολές» στο βαθμό που αλλοιώνουν την εικόνα που έχει αυτός για τον εαυτό του.

Το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό γιατί τελικά έχει να κάνει με το αν μπορούμε να εμπιστευτούμε ως σύμμαχο σ’ ένα εντελώς αόριστο αγώνα «εναντίον της εξουσίας» όποιον θεωρεί αυτονόητο πως ο δρόμος για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση δεν μπορεί να περνά και από μέσα του ή από πάνω του. Όπως ένας δικαστής δεν μπορεί να μιλήσει για πραγματική δικαιοσύνη, ένας μπάτσος για ελευθερία, ένα αφεντικό για ισότητα ή ένας παπάς για χειραφέτηση, έτσι και οποιοσδήποτε έχει ενσωματώσει το εξουσιαστικό στερεότυπο του σεξισμού, δεν μπορεί να μιλά για κοινωνική επανάσταση.

Το ξεπέρασμα  αυτού του στερεοτυπικού τρόπου σκέψης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η αλλαγή  στάσης και η συνειδητοποίηση της ουσίας του προβλήματος θέλει μεγάλη  προσπάθεια και κόπο εκ μέρους εκείνου που αναπαράγει όλο αυτόν τον τρόπο σκέψης και όχι από τα θύματά του. Τα  θύματα των σεξιστικών συμπεριφορών και πρακτικών δεν οφείλουν μονίμως να επισημαίνουν, να εξηγούν και να υπενθυμίζουν γιατί μια συμπεριφορά  είναι σεξιστική. Πόσες φορές άραγε, συντρόφισσες που σήκωσαν κεφάλι σε  ανάλογες  περιπτώσεις δε δέχτηκαν τη χλεύη ως «υστερικές φεμινίστριες»;

Slut shaming ή «αγάμητες/καριόλες»

Ένα χαρακτηριστικό του σύγχρονου τηλεοπτικοποιημένου κουτσομπολίστικου δημόσιου λόγου είναι η διαπόμπευση – σε  σημείο ακραίου εξευτελισμού – του διαφορετικού, του μη εύκολα αναγνωρίσιμου, όχι με όρους ουσιαστικής αντιπαράθεσης θέσεων αλλά με όρους μισαλλόδοξου παροξυσμικού ξεφωνήματος.

Θα περιμέναμε αυτό το γενικό παραλήρημα να μη γίνεται μέρος και του δικού μας δημόσιου λόγου, όχι εξαιτίας κάποια σεμνοτυφίας, αλλά ακριβώς επειδή λόγω της ρηχότητας και των χαμερπών κινήτρων του, το μόνο που καταφέρνει είναι να απονοηματοδοτεί την πραγματικότητα κάνοντας το ασήμαντο πρωτεύον και το ουσιώδες ασήμαντο. Κι όμως, στην πράξη τις περισσότερες φορές βλέπουμε ότι ο αναρχικός χώρος πέφτει στο ίδιο σφάλμα: π.χ. η πολιτική κριτική απέναντι σε πολύ συγκεκριμένες απόψεις που συχνά ενοχλούν, αντικαθίσταται από επιθετική «κριτική» για το πόσο η σεξουαλικότητά μιας γυναίκας εμπίπτει στο κυρίαρχο πατριαρχικό μοντέλο. Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματός της, που αποτελεί βασική παραδοχή στον αγώνα για την ισότητα των φύλων, ξαφνικά παύει να αναγνωρίζεται ως τέτοιο και η ταπείνωση της προσωπικότητας γίνεται κοινή πρακτική. Τέτοιας μορφής διαπόμπευση προέρχεται δυστυχώς από άτομα που ανήκουν σε διάφορους πολιτικούς χώρους. Ο μισογυνισμός -αλλά και η ομοφοβία- δεν έχουν πολιτική ταυτότητα, δεν εκφράζονται από κάποια συγκεκριμένη κουλτούρα και δεν απαντώνται μόνο μέσα σε συντηρητικούς πολιτικούς χώρους. Μάλιστα, δε λείπουν και οι περιπτώσεις που γινόμαστε μάρτυρες ενοχοποίησης του θύματος της σεξουαλικής καταπίεσης και βίας. Η κουλτούρα του βιασμού ανθεί σε όλο το φάσμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, χωρίς να αφήνει ανεπηρέαστο ούτε τον αναρχικό χώρο. Η αποδοχή και η προτροπή σε «τιμωρία» μέσω σεξουαλικής βίας είναι συχνά επαναλαμβανόμενη και ηθικά αποδεκτή, όταν δέκτες της βίας είναι φασίστες, μπάτσοι και μπατσίνες. Η πολιτική ή επαγγελματική ιδιότητα δηλαδή του υποκειμένου, συχνά δικαιολογεί στα μάτια αρκετών την κακοποίηση ή νομιμοποιεί, έστω και σε κατ’ αρχήν φανταστικό επίπεδο, ακόμα και τον βιασμό του.

Τα στερεότυπα της πατριαρχίας έχουν διαχυθεί τόσο βαθιά στη σύγχρονη κοινωνία ώστε σεξιστικές συμπεριφορές να αναπαράγονται συχνά και από μερίδα γυναικών. Έτσι εξηγούνται αρκετές προστριβές εντός της γυναικείας κοινότητας, το γενικευμένο μίσος απέναντι στο φύλο τους και η απόδοση ευθυνών για την καταπίεση στο εσωτερικό της ομάδας και γενικά ο αποπροσανατολισμός του κοινού αγώνα τους που θα έπρεπε να εστιάζει στο δίπολο καπιταλισμού-πατριαρχίας που αποτελεί την πηγή της καταπίεσης τους. Παρόλα αυτά ακόμα και οι γυναίκες που έχουν υιοθετήσει σε κάποιο βαθμό τα στερεότυπα της πατριαρχίας, είναι εξίσου θύματα με αυτές που έχουν πλήρως κατανοήσει την προέλευση και τον σκοπό της καταπίεσης που υφίστανται διαχρονικά. Η μερίδα της ευθύνης που τους αναλογεί είναι ασφαλώς δυσανάλογη με αυτή των προνομιούχων καταπιεστών. Η αποδοχή της ύπαρξης του εσωτερικευμένου μισογυνισμού όμως σαν φαινόμενο, είναι ένα πρώτο βήμα για την εξάλειψή του.

«Εγώ σεξιστής;» 

Δεν επιθυμούμε να κουνήσουμε το δάχτυλο σε κανέναν, άλλωστε όλοι έχουμε συμπεριφερθεί σεξιστικά σε στιγμές της ζωής μας ή έχουμε ανεχτεί τέτοιες συμπεριφορές. Προσπαθούμε απλώς να υποστηρίξουμε ότι η πατριαρχία είναι καθημερινό βίωμα και τα προνόμια τυφλώνουν ακόμα και τους πιο καλοπροαίρετους. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν σύντροφοι που αδυνατούν να αναγνωρίσουν τις σεξιστικές αποχρώσεις στο λόγο και στις πράξεις τους, όχι από πρόθεση ή αδιαφορία αλλά γιατί ο σεξισμός είναι η γενικευμένη συνθήκη εντός της οποίας έχουν συνηθίσει να υπάρχουν: όσο κάποιος παραμένει προστατευμένος από την προνομιακή του θέση, δεν μπορεί εύκολα να θέσει σε αμφισβήτηση λόγια και καταστάσεις τόσο συνηθισμένα όσο κι ο αέρας που αναπνέει. Η αποδόμηση ολόκληρου του πατριαρχικού κόσμου γύρω μας πρέπει να εκκινήσει από την απλή παραδοχή πως πατριαρχία σημαίνει εξουσία -άμεση ή έμμεση- που ασκείται αρχικά στο γυναικείο φύλο και στη συνέχεια σε όσα άτομα παρεκκλίνουν από το πρότυπο του άντρα, τα οποία θεωρούνται απειλή για την αντρική ταυτότητα και υπεροχή. Η πατριαρχία είναι εξουσία και όλοι οι άντρες είναι σε θέση να την ασκήσουν, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης ή προέλευσης.

Ωστόσο στο χώρο μας συχνά απαντάται και το φαινόμενο της συστηματικής και συνειδητής άρνησης του προβλήματος. Είναι οι ιδεοτυπικοί ανδραναρχικοί που συντηρούν τον πατριαρχικό τους ρόλο και απαξιώνουν κάθε άτομο που δεν αποπνέει αρκετή αντρίλα. Η τυπική δικαιολογία που προβάλλουν είναι πως τέτοια εσωτερικά ζητήματα είναι αποπροσανατολιστικά, διασπαστικά ή ακόμα και εντελώς ανύπαρκτα. Με μειωτική στάση που απορρέει από τον πιο βαθύ πυρήνα του συστήματος το οποίο υποτίθεται ότι αντιμάχονται, αποφασίζουν κυριαρχικά τι αξίζει να συζητηθεί τώρα και τι αργότερα, ιεραρχώντας αυθαίρετα τις προτεραιότητες του κινήματος. Κατά την άποψή μας δε νοείται άτομο που αυτοπροσδιορίζεται ως αναρχικός ή έστω ως μέρος ενός ευρύτερου ελευθεριακού κινήματος να ασκεί τέτοιου είδους εξουσία με οποιοδήποτε τρόπο. Τα πράγματα πρέπει να είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα σε περιπτώσεις άσκησης έμφυλης βίας, στις οποίες δεν τίθεται καν δίλημμα και δε χωρεί καμιά συζήτηση. Τέτοιου είδους άτομα το κίνημα οφείλει να τα αποβάλλει άμεσα και οριστικά. Στο βαθμό που η αναρχία είναι ο κατ’ εξοχήν πολιτικός χώρος που μιλά για ελευθερία και ισότητα, δε νοείται να κάνει τα στραβά μάτια ή και να ανέχεται τέτοιου είδους συμπεριφορές στο εσωτερικό του.

Αντίστροφος σεξισμός; 
Η άγνοια ή η άρνηση πολλών συντρόφων να ασχοληθούν ουσιαστικά με το ζήτημα ή ακόμα χειρότερα ο φόβος τους για ενδεχόμενη απώλεια της προνομιακής τους θέσης, συχνά τους οδηγεί σε μία πρακτική άμυνας που εκφράζεται κυρίως με το να κατηγορούν τις φεμινίστριες για «αντίστροφο σεξισμό». Η ανάληψη του ρόλου του θύματος από τους άνδρες και η τοποθέτηση των γυναικών στο ρόλο του θύτη δεν έχει καμία λογική. Η καταπίεση έχει πάντα συγκεκριμένη προέλευση και κατεύθυνση και δεν αντιστρέφεται. Ανάλογα είναι γελοίο να κατηγορείται π.χ. ένας μη-λευκός ή ένας μετανάστης για ρατσισμό απέναντι στους λευκούς ή τους γηγενείς έλληνες. Ο «αντίστροφος σεξισμός» δεν υφίσταται σαν έννοια, όπως δεν υφίσταται και ο «αντίστροφος ρατσισμός».

 

Οι γυναίκες δεν έχουν χιούμορ…

Ως προς την εκφορά του σεξιστικού λόγου ο συχνότερος αντίλογος περιορίζεται σε ατάκες του είδους «έλα τώρα χιούμορ είναι» ή «πώς κάνετε έτσι και υστεριάζετε». Όμως όχι, δεν είναι όλα χιούμορ. Για παράδειγμα χιούμορ με χρήση «αστείων» ή «σχολίων» που ενέχουν μέσα τους αναφορές σε απειλή βιασμού δεν είναι ούτε αστεία ούτε αθώα. Πολλοί σύντροφοι μπορεί βέβαια να πουν πως αυτό παρεμποδίζει την ελευθερία τους να ξεστομίζουν τέτοιου είδους χοντροκοπιές. Η ερώτηση είναι, όμως, πόσοι από αυτούς στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να πέσουν θύματα βιασμού; Ίσως ελάχιστοι και πάντοτε μέσα σε συνθήκες φυλάκισης ή πολέμου ή κάποιας πολύ βίαιης συγκυρίας. Δεν απαιτείται μεγάλη εξυπνάδα, λοιπόν, για να γίνει κατανοητό ότι ένας ετεροφυλόφυλος cis* άντρας δε ζει καθημερινά με την απειλή βιασμού, όπως μια γυναίκα που περπατά στο δρόμο τη νύχτα ή δέχεται σεξουαλική παρενόχληση από το αφεντικό της στη δουλειά για παράδειγμα. Πώς μας φαίνεται όταν καποιοι/ες από άλλους πολιτικούς χώρους κάνουν «χιούμορ» με πρόσωπα που δολοφονήθηκαν από μπάτσους ή φασίστες; Τι εντύπωση μας κάνει όταν χαζοχαρούμενοι καρναβαλιστές «ντύνονται» πρόσφυγες φορώντας σωσίβια τη στιγμή που πνίγεται κόσμος στο Αιγαίο; Πώς αντιδρούμε τότε; Εκεί το χιούμορ έχει όρια; Η «σάτιρα» σε βάρος καταπιεσμένων κομματιών της κοινωνίας, είτε μιλάμε για σεξισμό είτε για ρατσισμό (φυλετικό ή κοινωνικό) δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας έμμεσος τρόπος ηθικής νομιμοποίησης των στερεοτύπων, αποενοχοποίησης των φορέων τους και διατήρησης της υπάρχουσας κατάστασης.

Είναι σημαντικό και για τους άντρες να αντιληφθούν ότι η πατριαρχία καταπιέζει και τους  ίδιους με πολλούς τρόπους και άρα έχουν κοινό συμφέρον με τις γυναίκες για την πλήρη ανατροπή του. Η συμμόρφωση με τους έμφυλους ρόλους που τους έχουν αντίστοιχα αποδοθεί, η καταπίεση έκφρασης του συναισθήματος, η στενά προκαθορισμένη έκφραση της σεξουαλικότητας – ειδικά όταν μιλάμε για τον ομοφυλόφιλο άνδρα – τα έμφυλα προϊόντα, ακόμα και ο τρόπος που καλούνται να ζουν την πατρότητα μέσα σε ένα πολύ στενό και συγκεκριμένο πλαίσιο χωρίς παρεκκλίσεις, είναι αποτελέσματα μιας έμμεσης καταπίεσης. Η  αποτίναξη τέτοιων στερεοτύπων μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την εξάλειψη των κοινωνικών σχέσεων που αναπαράγουν το εξουσιαστικό πατριαρχικό μοντέλο.

Όσο υπάρχει η πατριαρχική καταπίεση τίποτε δεν πρέπει να μένει αναπάντητο και τίποτε δε πρέπει να πέφτει κάτω. Εκτός κι αν στην περίπτωση αυτή η σιωπή δεν είναι συνενοχή.

 

*Cis: άτομα των οποίων η έμφυλη ταυτότητα και το σώμα τους «συνάδουν» με το φύλο που πιστεύει η κοινωνία ότι πρέπει να εκφράζουν, με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του σώματός  τους. 

Categories
Επικαιρότητα

Κείμενο και κάλεσμα Αναρχικής Συλλογικότητας Antinertia για την πορεία αλληλεγγύης στους μετανάστες / Σάββατο 21 Νοέμβρη / Πλατεία Βικτωρίας

«Στη βόρεια Αφρική, σας θυμίζω, με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήμασταν διατεθειμένοι – ή και έγινε – να βομβαρδίσουμε και μέσα σε λιμάνια τις βάρκες που έρχονται. Αυτό η Ελλάδα δεν μπορεί να το κάνει με τους γείτονές της, να βομβαρδίζει μέσα στα λιμάνια τις βάρκες που έρχονται».

Νίκος Κοτζιάς στο πλαίσιο της συνάντησης με τον ΥΠΕΞ της Γερμανίας F.-W. Steinmeier, ΠΑ.ΠΕΙ, 29.10.2015.

Σε ένα κόσμο που παραπαίει, υπάρχει από όλες τις πλευρές η τάση να εξηγηθεί κάθε «δυσλειτουργία» με όρους που έχει θέσει η κυρίαρχη τάξη. Μιλάνε για «οικονομική κρίση», για εποχές «πριν» και «μετά» το 2008, υπονοώντας ότι μέχρι πρόσφατα όλα δούλευαν περίπου ρολόι στον καπιταλισμό μέχρι τη στιγμή της άτυχης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 που λίγο-πολύ αντιμετωπίζεται ως φυσική καταστροφή. Αναπόφευκτα η πολιτική ανάλυση ακόμα και από τμήματα του «κινήματος» πέφτει στην παγίδα της μεταφυσικής προσέγγισης των πραγμάτων, με την έννοια ότι υπάρχει μια αγωνιώδης προσπάθεια να δοθεί μια εξήγηση που θα αποκαλύπτει το μυστικό και καλοοργανωμένο «σχέδιο των ελίτ». Για εμάς ο καπιταλισμός είναι οι κρίσεις του και όσα βλέπουμε να συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια έχουν να κάνουν με την μεταστροφή του προς ένα καζινοποιημένο μοντέλο – «κρίση» που θεωρούμε πως είναι δομική, διαρθρωτική και συστημική και όχι απλώς παρενέργεια ή δυσλειτουργία. Για εμάς δεν υπάρχει «Διευθυντήριο» του κεφαλαίου, ούτε σε εθνικό ούτε σε διεθνές επίπεδο. Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει πίσω από τις ακολουθούμενες πολιτικές ένα γενικό, μακροπρόθεσμο σχέδιο με καθορισμένους στόχους, αλλά αντίθετα, φαίνεται πιθανότερο πως υπάρχει μια τακτική του «βλέποντας και κάνοντας» και μια λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξεταστεί και το γεγονός της αύξησης της μετανάστευσης. Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους στην προσπάθειά τους να σωθούν από πολέμους ή ολοκληρωτικά καθεστώτα, από τη βία της θεοκρατίας, της εξαθλίωσης ή λόγω της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, δεν είναι άψυχες μαριονέτες που κινούνται από τα νήματα των μητροπολιτικών καπιταλιστικών κρατών ή του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά ιστορικά υποκείμενα που με τις πράξεις τους έρχονται να αποδείξουν κατά ένα περίεργο τρόπο τις εσωτερικές αδυναμίες και τα κενά ενός συστήματος που μέρα με τη μέρα καταρρέει. Η «δημοκρατική Ευρώπη», η Ευρώπη της «ελευθερίας», η νεοφιλελεύθερη Ε.Ε. που φτωχοποιεί όλο και περισσότερους από τους κατοίκους της, έρχεται αντιμέτωπη με πραγματικότητες που – παρά τη γενική αίσθηση που υπάρχει στους κύκλους των καταπιεσμένων – αδυνατεί να ελέγξει, υποκύπτοντας στην απληστία και την ασυδοσία των κοινοβουλευτικών της ολιγαρχιών. Τα κύματα των μεταναστών περισσότερο φαντάζουν ως ένα αποτέλεσμα των βάρβαρων διεργασιών του καπιταλισμού που εξαθλίωσε ολόκληρο τον πλανήτη παρά ως μία προσχεδιασμένη στρατηγική προκειμένου η Δύση της φτώχειας, της ανεργίας και των αδιεξόδων πλέον, να βρει «φτηνά εργατικά χέρια». Η απομυθοποίηση των καπιταλιστικών μύθων της «Ανάπτυξης» και της «Κοινωνίας της Ευημερίας» μετατρέπουν την Ευρώπη που υπερηφανευόταν για τον (κατά την άποψή μας ένοχο και υποκριτικό) φιλελευθερισμό της, σε μια τρομαγμένη ήπειρο που μεταμορφώνεται σε οχυρό χτίζοντας τείχη, δολοφονώντας ανενδοίαστα ανθρώπους και εκφασίζοντας τις τοπικές κοινωνίες που εξαθλιώνονται μέρα με τη μέρα. Η ιδεολογική κατασκευή του Άλλου, του Εισβολέα που απειλεί τα οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά στερεότυπα της Δύσης, με δυο λόγια η ιδεολογικοποίηση του Φόβου και της Μισαλλοδοξίας γίνεται το μέσο με το οποίο επιχειρείται να δοθεί η χαριστική βολή σε κάθε επίφαση δημοκρατικότητας και ελευθερίας που τυχόν είχε απομείνει στις δυτικές κοινωνίες.

Εμείς δε δεχόμαστε τον διαχωρισμό των ανθρώπων που φτάνουν στην Ελλάδα σε πρόσφυγες και μετανάστες. Ο διαχωρισμός που επιχειρείται συντονισμένα από Κράτος και ΜΜΕ δεν είναι καθόλου αθώος: άνθρωποι «πολλών ταχυτήτων» προσχηματικά χωρισμένοι από κατασκευασμένα σύνορα, με στόχο την απόλυτη κατηγοριοποίηση σε «νόμιμους» και «παράνομους», με τους τελευταίους να γίνονται συνώνυμο του σκουπιδιού, του απόκληρου που ουσιαστικά δεν του αναγνωρίζεται η ανθρώπινη υπόσταση. Είναι φανερό πως αυτού του τύπου οι διαχωρισμοί προωθούν και επεκτείνουν φοβικά ή/και ρατσιστικά σύνδρομα και προκαλούν κοινωνικές αντιδράσεις και αυτοματισμούς που βαίνουν κυρίως προς όφελος των κυρίαρχων τάξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως η συζήτηση πάντοτε γίνεται με όρους τέτοιους, πάντοτε στο πού κατευθύνονται οι άνθρωποι και ελάχιστα στο γιατί φεύγουν.

Όπως ειπώθηκε, τα ΜΜΕ έχουν το δικό τους σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το κομφούζιο που επικρατεί στο μυαλό ακόμα και των φαινομενικά πιο προοδευτικών, αφού αλλάζοντας προσωπείο ανάλογα με την επικαιρότητα, χτίζουν για λογαριασμό της Εξουσίας το κυρίαρχο αφήγημα. Επενδύουν -όπως πάντα εξάλλου- στο θέαμα και στην υποκίνηση ενός υποκριτικού συναισθηματισμού, με όχημα το διαχρονικά αγαπημένο τους θέμα: τα παιδιά. Από τη μία προκαλούν δήθεν σάλο για τον μικρό Αϊλάν -κι ενώ ο θάνατος αμέτρητων παιδιών περνάει στα ψιλά, καθώς δε συνοδεύεται από φωτογραφίες- κι από την άλλη απρόσκοπτα συνεχίζουν την προπαγάνδα τους περί «λαθρομεταναστών», εθνικού κινδύνου ή ακόμα και της αλλοίωσης του χριστιανικού χαρακτήρα της Ευρώπης. Εξυπηρετείται έτσι η ρητορική που αυθαίρετα κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους σε αθώους ή ένοχους, επιθυμητούς ή ανεπιθύμητους. Τελευταία γράφηκε από τον γνωστό ρουφιάνο Τέλλογλου πως οι άνθρωποι από τη Συρία φεύγουν επειδή, λέει, δεν μπορούν να πληρώσουν το ρεύμα τους… και φυσικά το μόνιμο υπονοούμενο είναι πως ανάμεσα στους ανθρώπους που έρχονται με τις πλαστικές βάρκες κι ένα σωσίβιο βρίσκονται απαραίτητα και τζιχαντιστές μαζί τους.

Στο σημείο αυτό πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά για τη στάση της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας πάνω στο θέμα. Κατά τη νεοελληνική μυθολογία των τελευταίων δεκαετιών, οι έλληνες είναι ένας λαός ιδιαίτερα ευαίσθητος στο ζήτημα της προσφυγιάς, γιατί στο παρελθόν είχε έρθει κι ο ίδιος σ’ αυτή τη θέση (και συνεπώς, μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο, όποιος αμφισβητεί τις καλές προθέσεις του απέναντι στους μετανάστες είναι κακοπροαίρετος, ανθέλληνας, ανιστόρητος κλπ). Αρκεί να θυμηθούμε την αντιμετώπιση που είχαν οι μικρασιάτες από τον ντόπιο πληθυσμό όταν ήρθαν στην Ελλάδα για να φανεί η μυθολογική διάσταση της κυρίαρχης αφήγησης. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Η αισχροκέρδεια των εφοπλιστών που μεταφέρουν μετανάστες, των ξενοδόχων και του απλού κόσμου που ενοχλείται από την παρουσία τους όχι όμως και από τα χρήματά τους, δηλαδή όλων αυτών που από τη μία ξερνάνε το εθνικιστικό και ρατσιστικό τους παραλήρημα και από την άλλη τα κονομάνε σε βάρος τους π.χ. με εξωφρενικές υπερχρεώσεις σε είδη πρώτης ανάγκης, έρχεται ως συνέχεια των απλήρωτων αιματοβαμμένων εργατοωρών της κάθε Μανωλάδας.

Αναγνωρίζουμε βέβαια πως υπάρχει και μια μερίδα ανθρώπων που, χωρίς απαραίτητα να έχουν τα ίδια πολιτικά πιστεύω με εμάς, ξεπερνούν τους εαυτούς τους και περνάνε στην έμπρακτη αλληλεγγύη προς όλους αυτούς που έχουν ανάγκη, αλλά όλοι μας ξέρουμε πολύ καλά πως αυτοί είναι μια πολύ μικρή μειοψηφία. Παράλληλα, ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας το οποίο διατηρεί για τον εαυτό του την ιδέα πως είναι προοδευτικό, αναλώνεται σε πράξεις απλής φιλανθρωπίας ή δηλώνει αμήχανα συμπάθεια για τους ανθρώπους που «έφυγαν εξαιτίας του πολέμου». Μ’ αυτό τον τρόπο αφενός αποενοχοποιείται για την επιλογή του να στηρίξει την αριστερή κυβέρνηση, ακόμα και μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος, στο οποίο βλακωδώς είχε στηρίξει τις «αντιμνημονιακές» του ελπίδες, αφετέρου ξεπλένει την κυβέρνηση ως προς τον τρόπο που χειρίζεται το μεταναστευτικό, αφού της αναγνωρίζει καλές προθέσεις στην επιφανειακή προσπάθειά της να βοηθήσει τους ταλαιπωρημένους «πρόσφυγες» και τον ανομολόγητο σκοπό της να απωθήσει τους κακούς «οικονομικούς μετανάστες». Έτσι όμως παρέχει τη συναίνεσή του στη στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης που δεν είναι άλλη από την περιθωριοποίηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των μεταναστών που δεν θα αναγνωριστούν τελικά από την Ε.Ε. ως «πρόσφυγες». Παράλληλα η ελληνική κοινωνία, με αυτή την υποκριτική της συμπεριφορά, γίνεται συνένοχος στα εγκλήματα που γίνονται στο Αιγαίο, για τα οποία ευθύνεται ξεκάθαρα η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝ.ΕΛΛ. Η υιοθέτηση των επικοινωνιακών τεχνασμάτων της κυβέρνησης που παριστάνει ότι κόντρα στη νεοφιλελεύθερη Ε.Ε. προστατεύει τα αναγνωρισμένα από το διεθνές δίκαιο δικαιώματα των προσφύγων προστατεύοντας παράλληλα τη χώρα από τους εκτός νόμους μη-πραγματικούς πρόσφυγες (κάτι που τάχα δεν μπόρεσε να κάνει για το ελληνικό χρέος), είναι ένοχη αφού: α) αναπαράγει την ψευδή εικόνα της Αριστεράς που πήρε πρώτη φορά την εξουσία και έπεσε θύμα διεθνούς πραξικοπήματος και β) νομιμοποιεί το βάρβαρο διαχωρισμό προσφύγων-μεταναστών, δυναμιτίζοντας το ρατσιστικό μίσος σε μια κοινωνία, η οποία έχει φυλακιστεί μεταξύ των ναζιστών της Χ.Α. και των πατριωτών των υπολοίπων κομμάτων (συμπεριλαμβανομένων των αριστερών). Πόσο εύκολα ξεχάστηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν ο Παπουτσής του ΠΑΣΟΚ έχτιζε τον φράχτη στον Έβρο, κατακεραύνωνε την τότε κυβέρνηση ζητώντας το άμεσο γκρέμισμα του… τόσο εύκολα ώστε τώρα που κυβερνά να μπορεί ν’ ανακαλύψει ότι ο «φράχτης του Έβρου χρειάζεται για ασφάλεια» (όπως κυνικά δήλωσε ο αναπληρωτής υπουργός των μπάτσων, Ν. Τόσκας).

Σαν αναρχικές και αναρχικοί, ως πρώτο υπαίτιο των μαζικών δολοφονιών, που συντελούνται καθημερινά στις θάλασσες του Αιγαίου, θεωρούμε αρχικά -και σταθερά- το ελληνικό κράτος. Οι φιλάνθρωπες κορώνες και τα αναθέματα κατά της Ε.Ε. από τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα πρέπει να πείσουν κανέναν και κρύβουν από πίσω μια πολύ βρώμικη ατζέντα που περιλαμβάνει από την μία πλευρά την απόσπαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων κονδυλίων από την Ε.Ε., τα οποία φυσικά και δε θα καταλήξουν στους μετανάστες αλλά στη νέα φουρνιά εργολάβων της φιλανθρωπίας και από την άλλη την πολιτική επιλογή της μη-αποδοχής/ενσωμάτωσης των μεταναστών στη χώρα.

Από την άλλη είμαστε αντίθετοι και στην εργαλειακή, σχεδόν χειριστική, στάση που έχουν πολλές τάσεις της Αριστεράς απέναντι στους μετανάστες. Συνήθως τους βλέπουν ως μία εν δυνάμει δεξαμενή υποστηρικτών των δικών τους θέσεων και επιδιώξεων, ως μία τονωτική ένεση για την ενδυνάμωση του «προλεταριάτου». Φαίνεται ότι κάποιοι στην Αριστερά περισσότερο ενδιαφέρονται να κάνουν το κομμάτι τους στην πλάτη των μεταναστών ή έστω να πάρουν αυτοί πρωτοβουλίες «για το καλό» των άλλων (σα να μην ξέρουν οι μετανάστες τι θέλουν και ποιο είναι το ζητούμενό τους). Έτσι εξηγείται και η σχιζοειδής στάση αυτού κομματιού της απέναντι στο ζήτημα, αφού δεν απευθύνεται ποτέ στους μετανάστες, αλλά πάντα μονολογεί για τους μετανάστες.

Γι’ αυτό η αλληλεγγύη δεν είναι απλά μια λέξη αλλά μια ολόκληρη πολιτική πρακτική. Αλληλεγγύη είναι η υγιής τάση που αισθάνεται το μέλος κάθε κοινωνίας για αλληλοβοήθεια και αλληλοϋποστήριξη. Η αλληλεγγύη δεν είναι φιλανθρωπία και δεν θα πρέπει να συγχέεται με αυτή. Η επιμονή της κυρίαρχης τάξης για «βοήθεια στο φτωχό συνάνθρωπο» δε είναι παρά μια κωμικοτραγική υποκρισία, αφού η ίδια η κυρίαρχη τάξη είναι αυτή που εκμεταλλεύεται και δημιουργεί το «φτωχό συνάνθρωπο» που τόσο πολύ επιθυμεί να βοηθήσει. Αλληλεγγύη είναι η αυτοοργάνωση, η ισότητα των μελών και η ανυπαρξία διακρίσεων μεταξύ τους. Αλληλεγγύη σημαίνει δράση για το σήμερα και πρόταση ζωής για το αύριο. Αυτός είναι ο λόγος που διάφοροι Τσίπρες καπηλεύονται τη λέξη. Γιατί τη φοβούνται. Προσπαθούν να της στερήσουν όλο το εξεγερτικό και πολιτικό περιεχόμενο και να την καταλήξουν αντί για μοχλό μιας εν δυνάμει εξέγερσης, ως απλά μια πράξη οίκτου. Καλό θα είναι να μην το ξεχνά κανείς και καμιά αυτό.

Σε έναν κόσμο ανερμάτιστο, όπου οι έννοιες μένουν κούφιες από κάθε νόημα, εναπόκειται σ’ εμάς να τον κατανοήσουμε και να αρθρώσουμε το δικό μας λόγο. Για εμάς το σημερινό τέλμα μπορεί κάλλιστα να είναι αποτέλεσμα των λανθασμένων επιλογών των κυρίαρχων στρωμάτων που εξουσιάζουν την υπόλοιπη κοινωνία. Σκοπός μας είναι να απαλλαγούμε κι εμείς οι ίδιοι και η κοινωνία από το φόβο. Η γνώση ότι ο αντίπαλος δεν είναι αήττητος αλλά ότι βρίσκεται και αυτός σε αδιέξοδο, μπορεί να αποδειχθεί κομβικής σημασίας. Σε κάθε περίπτωση το πρώτο βήμα θα έχει γίνει αν απεγκλωβιστούμε απ’ την αδράνεια. Κανείς δεν μπορεί να υποσχεθεί τίποτα σε κανέναν και κάθε προσπάθειά μας δεν προσανατολίζεται απαραίτητα σε κάποιου είδους «νίκη»· διατηρούμε όμως για τους εαυτούς μας το δικαίωμα να νιώσουμε τη μεγαλύτερη δυνατή χαρά υπονομεύοντας αυτό τον κόσμο που θέλει να μας πείσει ότι δεν χωράμε όλοι εντός του.

Καλούμε το Σάββατο 21/11, ώρα 12:00, στη πλατεία Βικτωρίας σε πορεία αλληλεγγύης για τους/τις μετανάστες/τριες.

 

ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ

Το κεφάλαιο σύνορα δεν έχει, ας γκρεμίσουμε αυτά που υπάρχουν για τους ανθρώπους

Αναρχική συλλογικότητα
Antinertia