Categories
Εκδηλώσεις

Κείμενο εισήγησης και ηχητικό από την παρουσίαση της μπροσούρας “Ηθική της εργασίας: εργατισμός ή Αναρχία”

Το Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017 έγινε παρουσίαση της μπροσούρας “Ηθική της εργασίας: εργατισμός ή Αναρχία” από την συλλογικότητα μας στον Αυτοδιαχειριζόμενο Κοινωνικό Χώρο ‘Βίλα Ζωγράφου’ και κατόπιν ακολούθησε συζήτηση.

Παρακάτω βρίσκεται το κείμενο της συλλογικότητας, που διαβάστηκε στην αρχή της εκδήλωσης, καθώς και το ηχητικό αυτής το οποίο συμπεριλαμβάνει την εισήγηση και την κουβέντα η οποία ακολούθησε.

Η ηχογράφηση έγινε από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού ραδιοφώνου “Ραδιοφράγματα”.

 

Κείμενο εισήγησης:

Αρχίζοντας, νομίζουμε πως είναι σημαντικό να ειπωθεί τι μας εξώθησε στο να καταπιαστούμε με το θέμα της εργασίας. Έχουμε την αίσθηση ότι ο αναρχικός χώρος είναι ο μοναδικός πολιτικός χώρος που αυτοσυγκρατείται και αυτοπεριορίζεται, με την έννοια ότι πολύ συχνά κοιτάζει να παρουσιάζει τις θέσεις του κάπως ενοχικά ή να μην τις παρουσιάζει ακριβώς όπως είναι. Σα να φοβάται να δείξει πόσο αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη, την κανονικότητα, τις βασικές αξίες μιας κοινωνίας που δηλώνει πως θέλει να ανατρέψει μέσα από μια διαδικασία κοινωνικής επανάστασης. Αν αυτό πραγματικά ισχύει, είναι ιδιαίτερα προβληματικό. Είναι σα να φοβόμαστε ότι ο κόσμος δεν είναι έτοιμος ν΄ακούσει όσα έχουμε να πούμε, σα να πιστεύουμε ότι τα πολιτικά μας προτάγματα θα μπορούσαν να προκαλέσουν φόβο ή αποστροφή στην κοινωνία ή, ακόμα χειρότερα, σα να μην παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά όσα εμείς οι ίδιοι συζητάμε μεταξύ μας.

Ο αναρχικός πολιτικός χώρος τα τελευταία χρόνια δείχνει πολύ αγχωμένος ως προς το πόσο και πώς θα καταφέρει να “απευθυνθεί” στην υπόλοιπη κοινωνία. Έτσι, πολλές από τις πρακτικές του, τις μεθόδους του και τις δράσεις του, με ένα μυστήριο τρόπο ετεροπροσδιορίζονται και μάλιστα από ένα φάντασμα: αυτό της κοινωνικής αποδοχής όπως αφηρημένα και αυθαίρετα τη φαντάζεται ο αναρχικός. Με δυο λόγια ο πολιτικός χώρος της αναρχίας προσπαθεί να σκεφτεί πώς θα μπορούσε να γίνει αρεστός ή έστω ανεκτός από την υπόλοιπη κοινωνία και φαίνεται ότι ελάχιστα τον ενδιαφέρει να μιλήσει στην κοινωνία ξεκάθαρα και έντιμα φέρνοντας προς συζήτηση τα δικά του προτάγματα.

Το πρόβλημα γίνεται σοβαρότερο στο βαθμό που η διαρκής μεταμφίεση του αναρχικού λόγου παγιώνεται. Οι αναρχικοί και οι αναρχικές ασυνείδητα μαθαίνουν να αφοπλίζουν τις ιδέες τους, να τις αμβλύνουν, να τις στερούν από κάθε φαντασία, μοναδικότητα, ιδιαιτερότητα, γνησιότητα και πάει λέγοντας. Αυτός ο από αγωνία ή αμηχανία νοθευμένος αναρχικός λόγος όμως αποδεικνύεται πολιτικά ανούσιος, στρατηγικά αναμενόμενος, φιλοσοφικά βαρετός, ιδεολογικά συγχυσμένος. Έτσι, στον αντίποδα αυτής της κατάστασης, συχνά πυκνά έρχεται να βγει προς τα έξω ένας άλλος λόγος, παιδικά οργισμένος και υπερβολικός που αν και έχει κάποια αυθεντικότητα τελικά είναι ή αποδεικνύεται στις συνθήκες της σκληρής πραγματικότητας ρηχός.

Πρόθεσή μας λοιπόν ήταν να πούμε αυτά που σκεφτόμαστε ξεκάθαρα. Τόσο ξεκάθαρα που να μην επιδέχονται καμίας παρερμηνείας, να μη μπορούν να διαστραφούν και να μην είναι δυνατό να παρεκτραπούν προς καμία κατεύθυνση: ούτε προς την κατεύθυνση της επιτηδευμένης άμβλυνσης των θέσεών μας, ούτε προς την υπερβολή που εχθροί θα ήθελαν να τους αποδώσουν ή κουρασμένοι φίλοι θα ήθελαν να τους νοηματοδοτήσουν.

Διαλέξαμε λοιπόν το θέμα της εργασίας και ειδικότερα της ηθικής της εργασίας γιατί πιστεύουμε ότι αποτελεί τον πυρήνα του σημερινού κόσμου τον οποίο λέμε πως θέλουμε να ξεπεράσουμε. Μέσα από το θέμα αυτό είναι δυνατό να ιδωθεί από αναρχική σκοπιά ο καπιταλισμός και οι σχέσεις εκμετάλλευσης, ο οικονομισμός ως τρόπος προσέγγισης της πολυδιάστατης ανθρώπινης πραγματικότητας, ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι μαρξιστές τους δύο τελευταίους αιώνες, ο συνδικαλισμός, ο ρεφορμισμός αλλά και η μεταφυσικοποίηση της πολιτικής, ο ρόλος του κράτους στη διάρθρωση των ανθρώπινων σχέσεων σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο κι ακόμα η σύγχρονη δυστυχία, η αλλοτρίωση, οι ήττες των κινημάτων και τα αίτιά τους. Από την εκμετάλλευση ανθρώπων από ανθρώπους έως το πώς ο σύγχρονος σκλάβος ενδοβάλλει τη δυστυχία του θεωρώντας εαυτόν υπεύθυνο για τα πάντα, όλη αυτή η γκάμα συζήτησης, όλη αυτή η θεματολογία, για εμάς μπορούσε να προσεγγιστεί ευκολότερα εάν προσεγγίζαμε ψύχραιμα και με ειλικρίνεια το ζήτημα της εργασίας τόσο ως κοινωνική σχέση ώς και ως υπέρτατη αξία των σύγχρονων κοινωνιών.

Φυσικά δεν υποστηρίζουμε ότι σε μερικές σελίδες μιλήσαμε για όλα τα παραπάνω, ούτε ότι η ανάλυσή μας, για όσα θέματα θίξαμε, έφτασε στο πιο βαθύ επίπεδο των δυνατοτήτων μας. Κάθε άλλο. Σκοπός μας όμως δεν ήταν να φτιάξουμε ένα υπερκείμενο που θα το θαύμαζαν όλοι οι φίλοι μας και οι σύντροφοι αλλά να ανοίξουμε το θέμα για περαιτέρω συζήτηση και ταυτόχρονα να αρχίσουμε να πλησιάζουμε με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές, ωραιοποιήσεις ή υπερβολές όποιον έχει τη διάθεση να συζητήσει ουσιαστικά μαζί μας.

Η πρώτη οπτική από την οποία κοιτάξαμε το θέμα που μας απασχολεί είναι η δουλειά ως πειθαρχία, ως μέσο καταναγκασμού, ελέγχου και επιβολής. Σήμερα, “Οι άνθρωποι δε δουλεύουν απλά, έχουν “δουλειές”. Ένα άτομο είναι αναγκασμένο να κάνει μια παραγωγική εργασία όλη την ώρα, όντας αναγκασμένο να κάνει κάτι τέτοιο. […]. Η εργασία παράγει μια καρικατούρα της ελευθερίας” έλεγε ο Μπομπ Μπλακ. Μας κέντρισε το ενδιαφέρον το εξής παράδοξο: ότι ενώ όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι που δουλεύουν για τα προς το ζην, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων κοινωνιών, μιλούν όλη μέρα για την καταπίεση που υφίστανται στη δουλειά, ή για τη βαρεμάρα που τους αργοσκοτώνει, ή για τη ματαιότητα του κόπου τους που δεν αντιστοιχεί ποτέ σε ανάλογα οφέλη ή ονειρεύονται το Σαββατόβραδο ή τις διακοπές, εντούτοις δεν τολμούν να τελειώσουν τον προφανή και αναπόφευκτο συλλογισμό που ξεκίνησαν. Δεν τολμούν δηλαδή να ξεστομίσουν ότι η δουλειά είναι η αιτία που θεωρούν ότι η ζωή τους δεν έχει νόημα και χαρά. Αναρωτηθήκαμε γιατί αυτή η τεράστια αντίφαση δεν περνάει σε συνειδητό επίπεδο ποτέ, γιατί δεν γίνεται ξεκάθαρη, γιατί δεν ειπώνεται ποτέ απερίφραστα. Η απάντηση είναι γιατί ο άνθρωπος που υπόκειται σε διαρκή, σε ισόβιο καταναγκασμό δεν μπορεί παρά να σκύψει το κεφάλι. Η απλή δυσαρέσκεια από τη δουλειά είναι αντανακλαστική αντίδραση. Η συνειδητή και αποενοχοποιημένη απόρριψή της όμως θα σήμαινε ότι ο ισόβια υποταγμένος θα αμφισβητούσε τον ολοκληρωτικό του αφέντη. Αλλά όσοι έχουν μάθει να ορίζουν τον εαυτό τους μέσω μιας εξωτερικής δύναμης για την οποία έχουν την αίσθηση ότι τους καθορίζει και ότι είναι λογικό να τους καθορίζει, δεν είναι δυνατό να ζήσουν χωρίς τη δύναμη αυτή. Ο δούλος είναι δούλος γιατί δεν διανοείται ότι θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο. Η ελευθερία σημαίνει ευθύνη και γι’ αυτό τον τρομάζει. Συνεπώς, η δουλειά είναι το κατ’ εξοχήν κοινωνικό φαινόμενο που διατρέχεται από την Εξουσία. Η δουλειά είναι το αποτέλεσμα της άσκησης εξουσίας κάποιων πάνω σε άλλους. Ακόμα παραπέρα: το μεγάλο δράμα δεν είναι η άσκηση της εξουσίας καθ’ αυτής, αλλά η αποδοχή από τους εξουσιαζόμενους της εξουσίας ως μιας λογικής κανονικότητας. Με δυο λόγια, η δουλειά είναι το κύριο και πρωταρχικό πεδίο όπου ασκείται εξουσία αλλά και το κύριο όχημα που η εξουσία αυτή μεταφυσικοποιείται, μέσω του διαρκούς καταναγκασμού, ώστε να γίνεται απόλυτη σεβαστή και να θεωρείται σαν κάτι φυσικό. Ο συνεπής και καλόπιστος εργαζόμενος,καθώς και ο περήφανος εργάτης ή υπάλληλος ακόμα και όταν “τσινάει”, κατά βάθος έχει διαλέξει το ρόλο του μια για πάντα. Το ότι ζητά να το σέβεται ο εξουσιαστής του καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν τον αναγνωρίζει ως τέτοιο. Το παιχνίδι έχει χαθεί μια για πάντα λοιπόν. Γιατί το πραγματικό ζητούμενο που είναι η ελευθερία έχει υποβιβαστεί στο εντελώς αντίθετο: σε μια ευχή για λίγο ηπιότερη καταπίεση.

Το παραπάνω σκεπτικό επιβεβαιώθηκε μέσα μας ακόμα περισσότερο όταν αρχίσαμε να συζητάμε για την ανεργία. Στην ελλάδα, τη χώρα με τη μεγαλύτερη πραγματική ανεργία στην ΕΕ, όλοι/ες έχουμε νιώσει πάνω μας αυτό τον καταναγκασμό είτε ως άνεργοι/ες είτε ως υποαπασχολούμενοι/ες είτε ως απλήρωτοι ή επισφαλώς εργαζόμενοι/ες είτε ως αυτοαπασχολούμενοι. Η ζωή μας ακροβατεί μεταξύ του πειθαναγκασμού της δουλειάς και του φόβου της ανεργίας, δηλαδή της απόλυτης φτώχειας. Η κυρίαρχη μυθοπλασία περί επερχόμενης ανάπτυξης με άνοιγμα της αγοράς εργασίας και νέες επενδύσεις που θα κρατήσουν τάχα τα νέα παιδιά στη χώρα είναι απλώς κουταμάρες.

Όποιος/α ζει στην ελλάδα του 2017 προφανώς θα πρέπει να είναι πολύ αφελής για να θεωρεί πως υπάρχει επιστροφή από τον πάτο που έχουν φτάσει σήμερα οι εργασιακές σχέσεις. Τ’ αφεντικά δεν έχουν απλά το πάνω χέρι, αλλά σήμερα είναι οι μόνοι παίκτες στη διαμόρφωση των όρων της εργασιακής αγοράς. Η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι ο εκβιασμός αυτός σήμερα είναι απροκάλυπτος και περισσότερο ωμός από ποτέ. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός, που αποσυνδέεται ολοένα και περισσότερο από την παραγωγή και από αυτό που οι μαρξιστές αποκαλούν “πραγματική οικονομία” δεν μπορεί να γυρίσει σε μοντέλα του παρελθόντος. Εντός καπιταλισμού δεν πρόκειται να έρθουν καλύτερες μέρες.

Ως αναρχικοί/ες θεωρούμε (και σε μεγάλο βαθμό μπορούμε να αποδείξουμε) ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αποκτήσει ούτε πιο ανθρώπινο πρόσωπο ούτε να μεταρρυθμιστεί κι αυτό γιατί σκοπός του δεν είναι η ευτυχία των ανθρώπων, αλλά η διαιώνιση και όξυνση της ανισότητας μέσω μιας ακραιφνούς και άλογης εκμετάλλευσης. Με τα δεδομένα αυτά ο δρόμος προς την απελευθέρωση δεν περνάει ούτε μέσα από τη σκληρή δουλειά ούτε μέσα από αποσπασματικές απαιτήσεις απέναντι σε ένα εχθρό που δεν έχει ούτε λογική ούτε έλεος. Το σύστημα που αντιπαλεύουμε περιστρέφεται γύρω από το δίπολο της ακραίας εκμετάλλευσης και του τέρατος της ανεργίας ή της επαπειλούμενης ανεργίας. Λογικό είναι να θεωρούμε πώς η κοινωνική απελευθέρωση θα έρθει μέσα από το ξεπέρασμα του δίπολου αυτού. Παράλογο είναι να στηριζουμε τις ελπίδες μας στον εξωραϊσμό ενός διλήμματος που δεν δημιουργήσαμε εμείς. Για την μελλοντική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας της μπορεί να υπάρχουν αρκετές προτάσεις. Δεν είμαστε ούτε προφήτες ούτε μεσσίες και δεν έχουμε καμία υποχρέωση να εκπονήσουμε εκ των προτέρων ένα κεντρικό σχέδιο που θα καταπιάνεται με κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να αποκτήσουμε το δικαίωμα να πούμε το προφανές: ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί. Κινητήριος δύναμη του καπιταλισμού είναι η εκμετάλλευση και ανισότητα. Πρωταρχικό πεδίο της εδραίωσης σχέσεων εκμετάλλευσης και δημιουργίας της ανισότητας είναι η δουλειά. Ε λοιπόν, η δουλειά, όπως την αντιλαμβανόμαστε μέχρι σήμερα είναι το κύριο πρόβλημά μας. Δεν θέλουμε να γίνουμε σκλάβοι πολυτελείας. Απλώς δεν θέλουμε να είμαστε σκλάβοι και αυτό είναι όλο.

Στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων υπάρχει μια μεταφυσική διάσταση της εργασίας. Μια μυθολογία για δημιουργική εργασία, για επαγγέλματα-λειτουργήματα, για την άνοδο στον ουρανό της ευτυχίας μέσω του σκληρού μόχθου. Εμείς λέμε ότι σε συνθήκες ανισότητας, βίαια επιβαλλόμενης εκμετάλλευσης, διαρκούς βιοποριστικού αγώνα και κυνικής εμπορευματοποίησης κάθε δημιουργικής δραστηριότητας δεν χωρά ούτε προσφορά στο κοινωνικό σύνολο ούτε υπάρχει περιθώριο για αυτόνομη δημιουργία. Δεν υπάρχει χώρος για ευτυχία. Ο καπιταλισμός δεν μας χωρά όλους. Στην πραγματικότητα χωρά ελάχιστους και οι υπόλοιποι είναι είλωτες. Δεν δεχόμαστε τη μυθολογία αυτή. Ευτυχισμένοι ίσως να γίνουμε όταν γίνουμε ελεύθεροι άνθρωποι. Ναι, η δουλειά απελευθερώνει. Απελευθερώνει μόνο τα αφεντικά όμως από τον εφιάλτη του βιοπορισμού και όλο αυτό γίνεται σε βάρος μας.

Όπως είπαμε η επιλογή της ηθικής της εργασίας ως κεντρική οπτική της προσέγγισής μας δεν ήταν καθόλου τυχαια. Είναι ο σκληρός πυρήνας που εξηγεί σε πολλαπλά επίπεδα τον τρόπο που λειτουργεί το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα σήμερα. Είναι μιας μορφής καινούργια θρησκεία. Ειναι το κύριο σημείο που ολόκληρο το πολιτικό φάσμα δεν αμφισβητεί (βλ. αριστεία/δικαίωμα στην εργασία κτλ). Ακριβώς επειδή το σύστημα μας μαθαίνει πως αν δεν είμαστε ενεργό κομμάτι μιας αέναης παραγωγικής διαδικασίας που έχει σαν αποτέλεσμα, συνειδητά ή ασυνείδητα, η παράλογη σχέση εκμεταλλευτή-εκμεταλλευόμενου να μεταφορφώνεται σε λογική και αποδεκτή  σχέση με αποτέλεσμα η δουλειά να γίνεται αυτοσκοπός για να μπορέσουμε να καταξιωθούμε κοινωνικά. Προφανώς για να μπορέσει να επιτευχθεί η λεγόμενη κοινωνική καταξίωση σπαταλάμε τον περισσότερο χρόνο της ζωής μας στη δουλειά (άμεσα ως φυσικές παρουσίες ή έμμεσα προσπαθώντας να ξεκουραστούμε απο τη δουλειά και να ανακουφιστούμε κάπως από το άγχος του βιοπορισμού). Λογικό επόμενο είναι να μην υπάρχει ελεύθερος χρόνος για τους εαυτούς μας και κατά συνέπεια για πολιτική συνδιαμόρφωση και παρέμβαση στην κανονικότητα. Χαρακτηρίζοντας λοιπόν την ηθική της εργασίας ως μια νέα θρησκεία βλέπουμε πως το αποτέλεσμα είναι ταυτόσημο με μια οποιαδήποτε άλλη θρησκεία: δογματισμός, σύγχυση, παραίτηση,απογοήτευση). Νομίζουμε πως είναι εύκολα κατανοητό πως αν δεν αμφισβητηθεί στον πυρήνα της η ηθική της εργασίας δε θα μπορέσουμε ποτέ να κάνουμε πράξη την κοινωνική επανάσταση.

Η κύρια σκέψη που είχαμε, είχε να κάνει με τη συστηματική παραγωγή ως εργαλείο προς διαχείριση και τα όρια του συνδικαλισμού.

Στα πολιτικά ρεύματα και στα κοινωνικά κινήματα που προέκυψαν μέσα από τις τάξεις των καταπιεσμένων υπάρχει ριζωμένη η αντίληψη πως η εργασία και πιο συγκεκριμένα η διαχείριση της -διαμέσου της κατάληψης των μέσων παραγωγής- θα είναι η βάση μιας απελευθερωμένης κοινωνίας. Κάτι τέτοιο συμβαίνει καθώς η συστηματική παραγωγή, προσλαμβάνεται ως μια διαδικασία η οποία φορτίζεται θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τον διαχειριστή της.

Η ηθική διάσταση της εργασίας, είναι τόσο εμπεδωμένη ώστε συναντάμε θιασώτες της παραπάνω άποψης ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους ελευθεριακών ή ακόμη και αναρχικών αντιλήψεων.

Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, που οι μαρξιστές θεωρούν το Κράτος ως μια ουδέτερη δομή προς κατάκτηση και διαχείριση, οι εργατιστές, όλων των ρευμάτων βλέπουν την εργασία σαν το μήλο της έριδος. Μια τέτοια αντίληψη εκτός από το γεγονός ότι εθελοτυφλεί μπροστά στις συνέπειες της εργασίας στις ζωές των ανθρώπων, αρνείται να εμβαθύνει στο πυρήνα του προβλήματος της εκμετάλλευσης καθώς παραβλέπει πως η δουλειά είναι βία είτε δουλεύει κανείς για το καπιταλισμό είτε για την κομμούνα. Θεωρώντας την υποχρεωτική εργασία ως τη βάση της εξουσίας αλλά και της διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων οδηγούμαστε στον ισχυρισμό πως τα μέσα παραγωγής είναι τα εργαλεία εκείνα από τα οποία συνέχεται και με τα οποία διαιωνίζεται η εκμετάλλευση. Η κατάληψη τους δεν δύναται να αλλάξει την ιστορία προς μια απελευθερωτική κατεύθυνση. Για να το διατυπώσουμε πιο απλά, συστηματική παραγωγή σημαίνει συστηματική καθημερινότητα και συστηματικές κοινωνικές σχέσεις. Μια τέτοια περιγραφή διαφέρει πάρα πολύ από τη δική μας οπτική για την ελευθερία.

Μια ακόμα διάσταση της παραγωγής είναι και οι καταστροφικές τις συνέπειες στο φυσικό κόσμο. Μόνο και μόνο το γεγονός της παραδοχής του διαχωρισμού του φυσικού και του μη φυσικού κόσμου είναι αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, η οποία ονομάζεται εξέλιξη και η οποία επιτυγχάνεται με τη συνεχή εντατικοποίηση των ρυθμών παραγωγής. Οι συνέπειες αυτές, λοιπόν, είναι τόσο καταστροφικές και θα συνεχίσουν να είναι ασχέτως με το αν τα μέσα παραγωγής μιας βιομηχανικής μονάδας για παράδειγμα,  θα τα διαχειρίζονται ιδιώτες ή αν θα υπάρχει καθεστώς αυτοδιαχείρισης. Η μη ολική εναντίωση στην εργασία, ως διαδικασία αλλά και ως ηθική αξία οδήγησε τα εργατικά κινήματα και τα συνδικάτα στο κυνήγι για τη κατάκτηση της. Η μισθωτή σκλαβιά έπαψε να είναι τρομοκρατία σε σημειολογικό-συνθηματικό επίπεδο, καθώς αντικαταστάθηκε από την ανεργία. Προφανώς δεν παραγνωρίζουμε τις συνέπειες του να μην έχεις δουλειά σε ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο αν δεν δουλεύεις δεν μπορείς να ζήσεις αξιοπρεπώς, απλά σημειώνουμε μέσα από αυτό το παράδειγμα την προταγματική ηττοπάθεια του εργατισμού.

Τα συνδικάτα και οι εργατικές ενώσεις όσο και αν προσέφεραν και έδωσαν μεγάλους αγώνες, είναι περιορισμένα και αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η στόχευση τους -στην καλύτερη των περιπτώσεων- είναι η διαχείριση της εργασίας και όχι η καταστροφή της.

Στη χειρότερη των περιπτώσεων, λοιπόν, είναι εγκλωβισμένα σε ένα βαλς διεκδικήσεων. Δεν ισχυριζόμαστε ούτε πως η απελευθέρωση θα έρθει από τη μια στιγμή στην άλλη ούτε φυσικά πως δεν πρέπει να παλεύουμε για καλύτερες συνθήκες με ενδιάμεσους αγώνες, περιμένοντας καρτερικά και από απόσταση την απελευθέρωση. Πιστεύουμε όμως πως η διαφορά του έστω και μικρού βήματος προς την κοινωνική επανάσταση με τις απαιτήσεις για απλά καλύτερες συνθήκες μέσα στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα, είναι το κατά πόσο υπάρχει πρόθεση για την ολική αμφισβήτηση της εργασίας.

Καταλήγοντας θα θέλαμε να επισημάνουμε πως για εμάς εργασία και ύπαρξη κράτους είναι δυο καταστάσεις οι οποίες αλληλοτροφοδοτούνται. Το κράτος αποτελεί μια δομή η οποία διαιωνίζει την εκμετάλλευση μέσα από την εργασία αλλά και φροντίζει για τη διατήρηση των κοινωνικών συσχετισμών οι οποίοι προκύπτουν από αυτήν. Αντίστροφα, μια κοινωνία η οποία δεν θα καταργήσει την εργασία αλλά θα επιδιώξει απλά να τη διαχειριστεί, είναι καταδικασμένη να βάλει πάνω από το κεφάλι της μια δομή η οποία θα εξασφαλίζει αυτή την εκμεταλλευτική συνθήκη. Μια τέτοια δομή, είτε στη μορφή του τωρινού κράτους είτε εμφανιζόμενη σαν υποκατάστατό του, θα είναι το ίδιο επιζήμια για την ατομική και κοινωνική ελευθερία.

Είναι φανερό ότι δεν πιστεύουμε στον Εργατισμό ούτε στον Αυτόνομο Μαρξισμό. Η ταύτιση της εργατικής τάξης με την εργασία που υπάγεται στην άμεση παραγωγική διαδικασία, η έμφαση στον αγώνα για το μισθό ως προνομιακό πεδίο πολιτικής σύγκρουσης και η επιμονή στη θέση ότι η εργατική τάξη αποτελεί την κινητήρια δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος είναι θέσεις με τεράστια θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα.

Στο παρελθόν η φετιχοποίηση της παραγωγής από την εργατική τάξη είχε ως έμμεσο αποτέλεσμα την υποταγή της στο πειθαναγκασμό της καταναγκαστικής παραγωγής, τους μηχανισμούς επιβολής που δημιουργούνται κατά την παραγωγική διαδικασία, την ασυνείδητη αποδοχή ιεραρχικών σχέσων και σχέσεων εξουσίας. Σήμερα που ο καπιταλισμός αποσυνδέεται από την παραγωγή, την πραγματική οικονομία, ακόμα και την ευρεία κατανάλωση των μαζών και μετατρέπεται σε παγκόσμιο χρηματιστήριο που γεννά χρήμα μέσα από το χρήμα, τα παραπάνω ρεύματα φαίνονται ακόμα πιο ξεπερασμένα.

Ο μισθός δεν είναι και δεν μπορεί να είναι προνομιακό πεδίο πολιτικής σύγκρουσης. Οι περασμένες δεκαετίες (κυρίως από 1960-1990) σχετικής ευημερίας στις μητροπόλεις του καπιταλισμού, έδειξαν ότι παρά την ύπαρξη καλύτερων εργασιακών όρων, μεγαλύτερων μισθών, ακμαίας κοινωνικής ασφάλισης κλπ., καθόλου δεν συνδυάστηκαν με κάποια διάθεση εκ μέρους της εργατικής τάξης για περαιτέρω διεκδικήσεις πόσο μάλλον για επανάσταση. Η χίμαιρα της ευτυχίας μέσω της υπερκατανάλωσης κατά τις εποχές εκείνες, περισσότερο απονοηματοδότησε τον πόθο για κοινωνική απελευθέρωση παρά αποτέλεσε εφαλτήριο για την τελική νίκη επί του καπιταλισμού. Σήμερα που η κατανάλωση ακόμα και βασικών ειδών έχει πέσει ραγδαία στη Δύση, τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, μπορεί το αίτημα για καλό μισθό να μοιάζει ως απόλυτα λογικό και αναγκαίο αλλά παραγνωρίζει ότι ο καπιταλισμός, στο βαθμό που δείχνει να μην ενδιαφέρεται τόσο για την κατανάλωση όσο για άμεσο κέρδος μέσω εικονικού χρήματος, έχει μεταλλαγεί σε μια μαύρη τρύπα που καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της. Μαζί και τους μισθούς και τα εργατικά δικαιώματα και αυτό που αποκαλούσαν “κοινωνικό κράτος”.

Ναι μεν η εργατική τάξη αποτελούσε και αποτελεί την κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού αλλά με μια άλλη έννοια από αυτή που θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος σε καιρούς ακμής τους πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας. Η εργατική τάξη σήμερα δεν είναι ο στρατηγικός σύμμαχος του κεφαλαίου, αλλά η δεξαμενή από την οποία ο παρασιτικός καπιταλισμός τρέφεται από τα έτοιμα άλλων εποχών, εφαρμόζοντας μία άνευ προηγουμένου αναδιανομή του πλούτου. Η εργατική πολυδιασπασμένη, παραζαλισμένη από την παρελθούσα άνεσή της, απότομα φτωχοποιημένη σήμερα, προδομένη από το ρεφορμισμό του συνδικαλισμού της, περισσότερο ρέπει προς τον εθνικισμό, την πατριδολαγνεία, τη συνωμοσιολογία παρά προσβλέπει στη διαφυγή της μέσω της κοινωνικής επανάστασης.

Αιτήματα των Εργατιστών ή των Αυτόνομων Μαρξιστών για π.χ. “κοινωνικά εργοστάσια”, αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα, κολλεκτίβες κλπ. απέτυχαν παταγωδώς επειδή δεν έλαβαν υπόψη τις σχέσεις εξουσίας που δημιουργούνται από τη φύση της παραγωγικής διαδικασίας και τη γραφειοκρατία που την ακολούθησε. Ο εργάτης μάζα δεν αντικαταστάθηκε ποτέ από τον κοινωνικό εργάτη. Δεν είναι τυχαίο ότι η εργασία ποτέ δεν κατάφερε να κοινωνικοποιηθεί. Οι σχέσεις εξουσίας που διατρέχουν την παραγωγή δεν άφηναν περιθώριο για μια ελεύθερη μετατροπή της εργασίας σε παιχνίδι, σε κοινωνική προσφορά. Κεντρικός σχεδιασμός, γραφειοκρατία, παραγωγή για την παραγωγή, δουλειά για τη δουλειά και όχι για τις πραγματικές ανάγκες. Καταλαβαίνουμε γιατί για παράδειγμα ο Negri στα γεράματα θυμήθηκε να παρακινήσει τους έλληνες να ψηφίσουν Τσίπρα…

Η κριτική που κάναμε στο συνδικαλισμό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε την τεράστια αξία των εργατικών αγώνων 2 αιώνων βέβαια. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Όσο ο ρόλος των συνδικάτων ήταν εκτός από τη βελτίωση των συνθηκών ζωής σε επίπεδο καθημερινότητας και η πρόθεση να εμφυσήσουν στην εργατική τάξη ένα βαθύ και ανυποχώρητο επαναστατικό πρόταγμα κερδήθηκαν μικρές και μεγαλύτερες μάχες. Αλλά ο συνδικαλισμός είναι πεπερασμένος όπως αποδείχθηκε στην πράξη. Θεωρώντας εαυτόν ισότιμο συνομιλητή με τον αντίπαλο κάποια στιγμή θα φτάσει στο σημείο να νιώσει την ανάγκη να αυτοπεριοριστεί. Όταν διαλέγεις να παίξεις με τους κανόνες που θέτει ο δυνάστης σου το περισσότερο που μπορείς να καταφέρεις είναι να σώσεις το κεφάλι σου για λίγο και, ίσως, και αυτό του φίλου σου. Αλλά δεν θα αφανίσεις ποτέ το δήμιο. Το κάστρο της εξουσίας θα είναι πάντα παρόν, μακρινό για να το φτάσεις αλλά κοντινό για να σε διαλύσει και πάντα απροσπέλαστο. Ένας άλλου τύπου συνδικαλισμός θα μπορούσε να είναι και σήμερα επίκαιρος αρκεί να είχε ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την διαπαιδαγώγηση των εκμεταλλευόμενων στον αγώνα για την απελευθέρωση. Η ελευθερία δεν έχει τέλος ούτε συγκεκριμένη συνταγή.

Για το ρόλο των συνδικάτων την τελευταία τεσαρακονταετία νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερες από έξι λέξεις: γραφειοκρατία, ρεφορμισμός, ηττοπάθεια, σύγχυση, δουλοπρέπεια, συνδιαλλαγή.

Στο τέλος νιώσαμε την ανάγκη να συνδέσουμε τις παραπάνω σκέψεις με την ελληνική πραγματικότητα. Η προτελευταία ενότητα της μπροσούρας είναι κάτι σαν εφαρμοσμένα μαθηματικά της ήττας. Προσπαθήσαμε να ερμηνεύσουμε όσα συμβαίνουν κυρίως τα τελευταία πέντε χρόνια μέσα από τη γενική μας θέση, όπως αναπτύχθηκε στο κείμενο και επεξηγήθηκε σήμερα, πάνω στην ηθική της εργασίας και τις σχέσεις εκμετάλλευσης που σχετίζονται με ένα κόσμο που γυρίζει γύρω από τον καταναγκαστικό μόχθο.

Πρόθεσή μας ήταν να μιλήσουμε για μία κατά την άποψή μας σημαντική αντίφαση. Από τη μία υπάρχουν τα αριστερά κόμματα του “αντιμνημονίου” που στα καταστατικά τους, τις κομματικές τους εκδηλώσεις και τη δημαγωγική τακτική τους εξυμνούν την ιερότητα της δουλειάς και μιλούν με θούριους για την ταξική πάλη ενώ από την άλλη απονοηματοδότησαν κάθε έννοια ταξικής, έστω υποτυπώδους, αντίστασης. Ένας ιδεολογικός πολτός αποτελούμενος λίγο από αστικό ριζοσπαστισμό, λίγο από ελληνόψυχο-ελληνορθόδοξο πατριωτισμό και μια παρανοϊκή και εν τέλει επικίνδυνη συνωμοσιολογία. Από την άλλη μέσα σ’ αυτό το αχανές κενό πάντα βρίσκουν έδαφος να ξεπεταχτούν από τον υπόνομο της Ιστορίας οι φασίστες μιας και όλη αυτή η σύγχυση πολύ απλά τους νομιμοποιεί και τους αβαντάρει. Αυτά συμβαίνουν όταν δεν έχεις επαναστατικό πρόταγμα. Καιρός να μιλήσουμε σαν αναρχικοί/-ες χωρίς ενδοιασμούς και υπεκφυγές, εστιάζοντας ακριβώς εκεί που νομίζουμε ότι είναι η καρδιά του προβλήματος.

Τελειώνοντας, έχουμε στο μυαλό μας ότι κάποιοι και κάποιες θα σκέφτονται: “δηλαδή θέλετε να μη δουλεύουμε; πώς θα μπει φαγητό στο πιάτο; ποιός θα μαζεύει τα σκουπίδια; ποιός θα πηγαίνει τον κόσμο στη δουλειά του το πρωί; ποιός θα μαζεύει τα πορτοκάλια(!)”. Το κείμενο για την ηθική της εργασίας αποτελεί μια προσπάθεια ανάλυσης του πλέγματος γύρω από την εργασία στη κοινωνική, οικονομική και ηθική διάσταση της. Η ανάλυση αυτή δε προέκυψε μέσα απο φιλολογικού τύπου συζητήσεις ούτε από επιστημονικό ενδιαφέρον αλλά αποτελεί πρωτίστως βίωμα. Στόχος της είναι η αποδόμηση όλων των ρητών και άρρητων κοινωνικών επιταγών γύρω απο το ζήτημα ώστε μέσα απο τη βαθειά κατανόηση να απελευθερωθούμε απο κάθε λογής παραλογισμό που συναρτά την επιβίωση μας με τη παραγωγή οικονομικού κέρδους. Απαντάμε λοιπόν σε όλους και όλες που ακόμα και τώρα προσπαθούν να δώσουν μια άλλη ερμηνεία σε όσα γράψαμε και όσα είπαμε, αναζητώντας απεγνωσμένα ένα κοινωνικό συμβόλαιο ή μια προγραμματική δήλωση: ναι δουλεύουμε και δουλειά μας είναι να πείσουμε όσους δουλεύουν να κάνουν συνειδητό πολιτικό πρόταγμα αυτό που ίσως μόνο διαισθάνονται έως τώρα: στον πολιτισμό που διαρθρώνεται πάνω στις σχέσεις εκμετάλλευσης δεν υπάρχει αέρας να αναπνεύσουμε.

Λόγω περιορισμού στον όγκο των αρχείων που μπορούμε να ανεβάσουμε στο espiv παραθέτουμε το link για να κατεβάσει όποιος και όποια θέλει το ηχητικό με μορφή mp3 ΕΔΩ